
Ο Ιουστινιανός (Β' μέρος)
Το νομοθετικό έργο του
Για να αναδημιουργήσει τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, προσπάθησε να αναδιοργανώσει τη νομοθεσία και την κρατική διοίκηση. Οργάνωσε επιτροπή νομομαθών και κωδικοποίησε το δίκαιο της εποχής του. Έπειτα από μακροχρόνια ετοιμασία δημιουργήθηκε σύνταγμα αστικού δικαίου, το Corpus Iuris Civilis, η Ιουστινιάνεια νομοθεσία. Το έργο αυτό αποτελείται από 4 βιβλία: τις Εισηγήσεις (Institutiones), νομικό εγχειρίδιο για τους σπουδαστές του δικαίου, τον Πανδέκτη (Digesta), συλλογή γνωμοδοτήσεων των παλαιότερων Ρωμαίων νομοδιδασκάλων, τον Ιουστινιάνειο κώδικα (Codex Justinianus), που περιείχε όσους νόμους ίσχυαν την εποχή του Ιουστινιανού από τον Αδριανό (117-138) και εξής, και τέλος τις Νεαρές (Novellae), τους νέους νόμους που δημοσίευσε ο Ιουστινιανός. Σημαντικό είναι το γεγονός ότι οι περισσότερες από τις Νεαρές γράφτηκαν στα ελληνικά, ενώ έως τότε γράφονταν στα λατινικά.
Η σημασία του νομοθετικού του έργου είναι τεράστια. Παραλήφθηκε από τους λαούς της Δύσης και χρησίμευε μέχρι προ ολίγου καιρού ως βάση για τα νεότερα δίκαια. Συνέβαλε σημαντικά
στην αναδιοργάνωση των σπουδών της νομικής, καταργώντας τις σχολές Αθηνών, Καισαρείας και Αλεξανδρείας και συγκεντρώνοντας τες στην Κωνσταντινούπολη, τη Ρώμη και τον Βηρυτό. Ακόμη, πατάχθηκαν με την αναδιοργάνωση οι αυθαιρεσίες των αρχών και του δημοσίου, απαγορεύθηκε με αυστηρές τιμωρίες η αγοραπωλησία των αξιωμάτων και καταργήθηκαν οι περιττές δημόσιες θέσεις. Ταυτόχρονα αυξήθηκαν οι αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων και επιτράπηκε στους επαρχιακούς διοικητές να έχουν στρατιωτική και πολιτική εξουσία· εντάθηκε έτσι η εξέλιξη προς τo θεματικό σύστημα. Ο Ιουστινιανός επίσης στράφηκε εναντίον της μεγάλης ιδιοκτησίας, που αποτελούσε κίνδυνο για το κράτος και τους υπηκόους του. Διατάζει μάλιστα τους κυβερνήτες να πατάξουν με σκληρά μέτρα τις αυθαιρεσίες των δυνατών.
Στη νομοθεσία του περιλαμβάνονταν και αντιαιρετικά μέτρα. Εφόσον θεωρούσε την αυτοκρατορία του ως συνέχεια της ρωμαϊκής, ο Ιουστινιανός επεδίωξε φιλικές σχέσεις με τον Πάπα στη Δύση. Είχε βέβαια προηγηθεί το Ακακιανό Σχίσμα[1], οπότε δέχτηκε να διαγραφούν από τα δίπτυχα της εκκλησίας ο Πατριάρχης Ακάκιος, οι διάδοχοί του και οι αυτοκράτορες που ήταν ύποπτοι για μονοφυσιτικές αντιλήψεις, δηλαδή ο Ζήνωνας και ο Αναστάσιος. Αυτά είναι μόνο μερικά από τα αντιαιρετικά μέτρα που έλαβε. Επιπλέον, έκλεισε την σχολή των Αθηνών, οι τελευταίοι διδάσκαλοι της οποίας αυτοεξορίστηκαν στην Περσία, όπου τους κάλεσε ο Χοσρόης· σύντομα όμως απογοητεύθηκαν και επέστρεψαν.
Η θρησκευτική πολιτική του
Εκτός από όσα προαναφέραμε, ο Ιουστινιανός έλαβε αυστηρά μέτρα κατά των αιρετικών, τα οποία δυσαρέστησαν όμως επαρχίες, όπως η Αίγυπτος, η Παλαιστίνη και η Συρία, στις οποίες υπήρχαν κυρίως Μονοφυσίτες. Η αυτοκράτειρα Θεοδώρα, βλέποντας μελλοντικές απώλειες σημαντικών για την αυτοκρατορία επαρχιών (την Αίγυπτο για το σιτάρι, την Παλαιστίνη για τους Αγίους Τόπους και τη Συρία), μεσιτεύει στον Ιουστινιανό, για να αμβλύνει τα μέτρα του. Η Θεοδώρα είχε στενές σχέσεις με μονοφυσιτικούς ηγέτες της Αιγύπτου. Ο Ιουστινιανός κάμφθηκε, άμβλυνε τα μέτρα του και δέχτηκε σε ακρόαση τους αντιπροσώπους των Μονοφυσιτών. Όμως λανθασμένα ενέκρινε και την άνοδο στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως του Ανθίμου, καθώς ήταν ύποπτος για Μονοφυσιτισμό, αλλά είχε την υποστήριξη της Θεοδώρας.
Ορθόδοξοι τότε κατέφυγαν στη Δυτική Εκκλησία η οποία αντέδρασε σκληρά και κατηγορηματικά. Ο Πάπας Αγαπητός ήρθε στην Κωνσταντινούπολη και πέτυχε την παραίτηση του Ανθίμου και την άνοδο του ορθοδόξου πατριάρχη Μηνά. Ο Μηνάς και ο Ιουστινιανός έδωσαν στον Πάπα ομολογίες ορθής πίστεως. Με Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη το 536 αναθεματίστηκε ο Άνθιμος, όπως και οι ηγέτες των Μονοφυσιτών και τα συγγράμματά τους. Θορυβημένος όπως ήταν, επέτρεψε την διενέργεια διωγμών, καταδιώξεων, εξοριών, ακόμα και εκτελέσεων εναντίων των Μονοφυσιτών. Με την προστασία της Θεοδώρας Μονοφυσίτες αρχηγοί κατέφυγαν στα ενδιαιτήματά της μέσα στα ανάκτορα, όπου και κρύβονταν ως τον θάνατό της.
Η Θεοδώρα προσπαθούσε συνεχώς να μεταπείσει τον αυτοκράτορα υπέρ των Μονοφυσιτών. Τελικά ο Ιουστινιανός κάμφθηκε και σταμάτησε τους διωγμούς. Μάλιστα εξέδωσε «Λόγον» στην Κωνσταντινούπολη για τη συμφιλίωση Μονοφυσιτών και Ορθοδόξων και στήριζε τις ελπίδες του στους μετριοπαθείς Μονοφυσίτες. Όμως δεν τήρησε μέτρο στις ενέργειές του, καθώς στον λόγο του καταδίκαζε τα «Τρία Κεφάλαια», τρία κείμενα που εναντιώνονταν στις μονοφυσιτικές δοξασίες, τα οποία είχαν εγκριθεί στην Ορθόδοξη Σύνοδο της Χαλκηδόνας. Η καταδίκη τους δήλωνε έμμεσα την αποδοκιμασία της Συνόδου.
Ο τότε Πάπας Βιγίλιος δεν είχε το σθένος των προκατόχων του. Αναγκάστηκε να έρθει στην Κωνσταντινούπολη και με υποσχέσεις και απειλές δέχτηκε να καταδικάσει και αυτός τα «Τρία Κεφάλαια» το 548. Ενώ φαινόταν ο θρίαμβος των Μονοφυσιτών, το ίδιο έτος πεθαίνει η Θεοδώρα. Ξεσπά τότε αντίδραση: ο Πάπας Βιγίλιος ανακαλεί την απόφασή του, η Δύση στρέφεται εναντίον του αυτοκράτορα. Ο Ιουστινιανός επηρεασμένος από τον θάνατο της Θεοδώρας μεταχειρίζεται βίαια την κατάσταση. Εκμεταλλευόμενος τον θάνατο του πατριάρχη Μηνά (552), συγκαλεί την Ε’ Οικουμενική Σύνοδο το 533 στην Κωνσταντινούπολη, στην οποία επέβαλε στην εκκλησία πάλι την καταδίκη των «Τριών Κεφαλαίων».
Ο Βιγίλιος πρότεινε να συνέλθει τοπική Σύνοδος στην Ιταλία, για να ορίσει την κοινή Δυτική πολιτική, όμως ο Ιουστινιανός δε δέχθηκε, καθώς θα του επέτρεπε να καθυστερήσει τη Σύνοδο όσο ήθελε και θα του έδινε τον έλεγχο της Δυτικής αντιπροσωπείας. Ο Βιγίλιος βρέθηκε σε δύσκολη θέση, διότι, εάν επέλεγε υποστηρικτές των «Τριών Κεφαλαίων», θα παραβίαζε τον όρκο του να βοηθήσει στην κατάργησή τους, ενώ, εάν επέλεγε αντιπάλους των «Τριών Κεφαλαίων», θα έχανε το κύρος του στη Δυτική Εκκλησία. Επέλεξε να χρονοτριβήσει τόσο, ώστε, όταν έδωσε έναν μικρό κατάλογο ονομάτων, να μην υπάρχει χρόνος να προσέλθουν έγκαιρα. Στη Σύνοδο δεν παρίστατο ο Ιουστινιανός, αλλά έστειλε επιστολή με την οποία υπενθύμιζε στους Επισκόπους ότι είχαν ήδη καταδικάσει τα «Τρία Κεφάλαια». Ταυτόχρονα ελάχιστοι Δυτικοί επίσκοποι παρευρέθηκαν, όλοι επιλεγμένοι από τον Ύπαρχο της Αφρικής. Έτσι ο Βιγίλιος δεν είχε υποστηρικτές.
Καταδίκασε πολλά εδάφια των έργων του Θεοδώρου Μοψουεστία χωρίς να καταδικάσει γενικά τα «Τρία Κεφάλαια». Ο Ιουστινιανός πλέον δεν ενδιαφερόταν, όμως για τον Πάπα, καθώς ο Ναρσής συνέτριψε οριστικά τους Γότθους, τώρα ο Ιουστινιανός ξεσπά. Τρία έγγραφα φτάνουν στη Σύνοδο: ο μυστικός αναθεματισμός των «Τριών Κεφαλαίων» που είχε δώσει στον αυτοκράτορα ο Βιγίλιος, ο μυστικός του όρκος να προωθήσει την καταδίκη των κεφαλαίων στη Σύνοδο και ένα αυτοκρατορικό διάταγμα που διακήρυττε ότι ο Βιγίλιος με τη διπροσωπία του έχει χάσει πλέον τη θέση του στην Εκκλησία.
Η Σύνοδος φυσικά καταδίκασε τα «Τρία Κεφάλαια». Αρχικά ο Βιγίλιος αρνήθηκε να υπογράψει, είχε όμως χάσει τη στήριξη των Δυτικών και ήταν απομονωμένος στην Κωνσταντινούπολη. Αναθεμάτισε αναγκαστικά τα «Τρία Κεφάλαια» δύο φορές το 553 και τότε μόνο του επετράπη να επιστρέψει στη Δύση κατεξευτελισμένος. Πέθανε στη Σικελία το 555. Η πολιτική αυτή είχε σαν συνέπεια η Δυτική Εκκλησία να κοιτά με δυσπιστία την Κωνσταντινούπολη και να είναι στο εξής ολοένα και περισσότερο έτοιμη να στραφεί για προστασία στους Φράγκους.
Η συνοδική επικύρωση της καταδίκης δεν αποκατέστησε τη θρησκευτική ομόνοια Ορθοδόξων και Μονοφυσιτών. Αυτοί με το παραμικρό ξεσπούσαν σε αιματηρές συγκρούσεις, τις οποίες ο Ιουστινιανός κατέπνιγε με σκληρά μέτρα. Αυτή η αυστηρή πολιτική αντί να συμφιλιώσει τον λαό οδήγησε στη διαίρεσή του.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, μεγάλωνε η ανησυχία του για τα θρησκευτικά ζητήματα και η αντίληψή του για τις δικές του θεολογικές απόψεις. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο συνέταξε μακροσκελή αντιμονοφυσιτική πραγματεία και οργάνωσε θεολογικές συζητήσεις μεταξύ Ορθοδόξων και Μονοφυσιτών, στις οποίες έλαβε και ο ίδιος μέρος.
Μετά το 560 ξέσπασε ανοικτός πόλεμος στην Εκκλησία της Αλεξανδρείας μεταξύ των Μονοφυσιτών οπαδών του Ιουλιανού, που ήταν οι πιο ακραίοι, και του Σεβήρου. Ο Ιουστινιανός θέλοντας να πλήξει το μεγαλύτερο μέρος των Μονοφυσιτών τάχθηκε περισσότερο με την ακραία μερίδα. Εξέδωσε το 562 διάταγμα που διακήρυσσε το «άφθαρτο του σώματος του Χριστού» και διέταξε τον Πατριάρχη Ευτύχιο να το υπογράψει. Εκείνος του εξήγησε ότι αυτό ήταν βαθύτατα αιρετικό και τον παρακάλεσε να το αποσύρει, αλλά το μόνο που πέτυχε ήταν η εξορία και η καθαίρεσή του. Το 565 χρίσθηκε νέος Πατριάρχης ο φανατικός αντιμονοφυσίτης Ιωάννης ο Σχολαστικός. Εκείνος απέφευγε να υπογράψει το διάταγμα. Τη 14η Νοεμβρίου του 565 ο Ιουστινιανός πεθαίνει και ο Ιωάννης απαλλάχθηκε από το δίλημμα της καθαίρεσης ή της προδοσίας. Γενικότερα, βλέπουμε ότι ο Ιουστινιανός δε μπόρεσε να παραμείνει σταθερός στη θρησκευτική του πολιτική.
Η Στάση του Νίκα 532
Ο ιππόδρομος της Κωνσταντινούπολης, όπως και ο ιππόδρομος των άλλων μεγάλων πόλεων του Βυζαντίου, ήταν ο χώρος που ο λαός εκδήλωνε τη βούλησή του. Φορείς αυτής της βούλησης ήταν οι Δήμοι, αθλητικά σωματεία που εξελίχθηκαν σε πολιτικό παράγοντα και είχαν μεγάλη επιρροή σε θρησκευτικά και εσωτερικά θέματα. Φαινομενικά εξέφραζαν τις προσδοκίες των καταπιεσμένων της πόλεως, έδιναν όμως και ευκαιρίες στους ισχυρούς να υποκινούν ταραχές διεγείροντας τα πλήθη. Η αριστοκρατία για παράδειγμα, που ήταν εχθρική στον Ιουστινιανό, επωφελήθηκε από την κατάσταση της στάσεως. Οι Δήμοι εκφράζονταν κυρίως φωνάζοντας συνθήματα τα οποία άκουγε ο Αυτοκράτορας.
Το ενδιαφέρον των λαϊκών στρωμάτων για τους Δήμους ήταν πολύ μεγάλο. Σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή, οι Δήμοι είχαν κοινωνικές και θρησκευτικές διαφορές. Οι ηγέτες των Βενέτων (= Κυανών) προέρχονταν από την παλαιά ελληνορωμαϊκή αριστοκρατική τάξη των μεγαλογαιοκτημόνων και οι οπαδοί τους στρατολογούνταν από το προσωπικό των ανακτόρων, των ευγενών, της Αγίας Σοφίας. Οι θρησκευτικές τους πεποιθήσεις συμφωνούσαν με το δόγμα της Χαλκηδόνος. Οι ηγέτες των Πρασίνων από την άλλη, προέρχονταν από την εύπορη αστική τάξη: βιοτέχνες, υπάλληλοι οικονομικών υπηρεσιών, πλούσιοι αυλικοί. Τα μέλη τους ήταν κυρίως τεχνίτες, εργάτες και μικροπωλητές. Οι πεποιθήσεις τους έκλιναν προς ανορθόδοξες διδασκαλίες. Οι Πράσινοι και οι Βένετοι υπήρξαν οι δύο ισχυρότεροι Δήμοι και στα χρόνια του Ιουστίνου και του Ιουστινιανού ήταν στόχος κατασταλτικών μέτρων. Όταν ο αυτοκράτορας διασφάλισε τη θέση του, δε χρειαζόταν πλέον την υποστήριξη των συμμοριών τους, οπότε έπρεπε να παραμείνουν στις διαμάχες του ιπποδρόμου.
Τον Ιανουάριο του 532, καθώς επικρατούσε μια γενικότερη δυσφορία σε όσους είχαν βλάψει οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις του Ιουστινιανού, στον ιππόδρομο οι Πράσινοι, διαμαρτυρόμενοι για κάποια αυθαιρεσία των αρχών, επιτίθενται κατά του Ιουστινιανού. Η ένταση συνέχισε για ημέρες, με μικροσυμπλοκές στους δρόμους. Ορισμένοι ηγέτες των Δήμων συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο με απαγχονισμό. Όταν ήρθε η ώρα να απαγχονιστούν, ένα τεράστιο απειλητικό πλήθος συγκεντρώθηκε, το οποίο ο στρατός κρατούσε με δυσκολία. Ο δήμιος τρομαγμένος άφησε δύο από τους καταδίκους να πέσουν κάτω ζωντανοί. Επίσης, δύο μοναχοί από μια γειτονική μονή, οι οποίοι παρακινήθηκαν από το πλήθος, τους άρπαξαν από τον δήμιο και τους μετέφεραν με βάρκες σε μία εκκλησία στον Μαρμαρά, όπου είχαν ασυλία. Για αρκετές μέρες οι στρατιώτες και οι πολίτες συγκρούονταν έξω από την εκκλησία.
Στις 13 Ιανουαρίου ξεκίνησαν οι αγώνες στον ιππόδρομο και ακούγονταν συνθήματα που αξίωναν την αθώωση των δύο ανδρών. Από τους δύο αυτούς άνδρες ο ένας ήταν Πράσινος και ο άλλος Βένετος. Ο αυτοκράτορας δεν ανταποκρίθηκε και οι Δήμοι ξεσπούν. Οι ηγέτες των Δήμων συμφώνησαν και φώναζαν συντονισμένα εναντίον του Ιουστινιανού. Τότε βγήκαν από τον Ιππόδρομο, ενθαρρύνοντας ο ένας τον άλλο με το σύνθημα «Νίκα», που φώναζαν συνήθως στις ομάδες τους, και έφθασαν στο Πραιτώριο, το οποίο παραβίασαν. Αμέσως σκότωσαν τους φρουρούς, απελευθέρωσαν τους φυλακισμένους από τα δεσμωτήρια και άρχισαν να πυρπολούν το κτήριο. Ακόμη, πυρπολήθηκαν τα προπύλαια του μεγάλου παλατίου, κτήρια στο Αυγουσταίο[2] και η πρώτη Αγία Σοφία, που ξεκίνησε να κτίζει ο Κωνσταντίνος. Όταν διαλύθηκε το πλήθος, οι Δήμοι έκαναν σύσκεψη, για να προωθήσουν κάποια αιτήματα. Την επόμενη μέρα στον ιππόδρομο κραύγαζαν συνθήματα για την απόλυση του Ιωάννη Καππαδόκη, του Τριβωνιανού και του έπαρχου της πόλεως Ευδαίμονος.
Εδώ πρέπει να αναφέρουμε ότι ο Τριβωνιανός είχε ασχοληθεί με την κωδικοποίηση του δικαίου και ο Ιωάννης Καππαδόκης εισήγαγε μεταρρυθμίσεις στην οικονομική διοίκηση. Με αυτές έθεσε τέλος σε επικερδείς ανωμαλίες και προκάλεσε οικονομικές απώλειες σε διάφορες ομάδες πληθυσμού. Οι αργομισθίες καταργήθηκαν, πολλά προνόμια που απολάμβαναν κρατικοί υπάλληλοι ή άλλοι καταργήθηκαν, όπως η δωρεάν μεταφορά ή η ασυλία των ανώτερων τάξεων από τις σωματικές ποινές (μαστίγωση κλπ), έγινε προσπάθεια, ώστε οι εύποροι να πληρώνουν τους φόρους τους· ακόμη και η αυτοκρατορική φρουρά έχασε μέρος του μισθού της. Η οικονομική αυτή πολιτική στόχευε στην ενίσχυση του Δυτικού μετώπου. Τα θύματα των μέτρων αυτών όμως βρίσκονταν κυρίως στην Κωνσταντινούπολη. Τέτοια ήταν απολυθέντες κρατικοί υπάλληλοι, χρεοκοπημένοι μικρογαιοκτήμονες, αργόσχολοι και προστατευόμενοι, για τους οποίους δεν υπήρχαν πια θέσεις στην ακολουθία των μεγιστάνων, πρώην στρατιώτες και άλλοι. Όλοι αυτοί αποτελούσαν ένα επικίνδυνο πλήθος που μπορούσε να προκαλέσει στάσεις.
Πίσω στη στάση, ο αυτοκράτορας και οι αυλικοί του ήταν εγκλωβισμένοι στα ανάκτορα, ενώ παράλληλα υπήρχαν πολλές στρατιωτικές μονάδες στην Κωνσταντινούπολη, αλλά κανείς δεν ήξερε εάν θα υπάκουαν στον αυτοκράτορα. Μια απόπειρα Γερμανών μισθοφόρων να καταστείλουν τη στάση δε βρήκε αποτέλεσμα, καθώς δεν είχε την υποστήριξη των βυζαντινών στρατευμάτων. Ο Ιουστινιανός υποπτευόταν δικαιολογημένα πραξικόπημα στο Παλάτιο από τους αξιωματούχους που ήταν κλεισμένοι μαζί του, αφού κάποιοι από αυτούς ήταν πιθανοί διεκδικητές του θρόνου. Απομάκρυνε έτσι τους περισσότερους από κοντά του.
Στις 15 Ιανουαρίου τα πλήθη ήθελαν από τον Πρόβο να καταλάβει την εξουσία. Αυτός έφυγε μυστικά από την πόλη και τα απογοητευμένα πλήθη πυρπόλησαν το σπίτι του. Ο Ιουστινιανός αποφάσισε να παραδοθεί ως ικέτης στο πλήθος. Όταν παρουσιάστηκε, το πλήθος τον αποδοκίμασε, τον εξύβρισε και αρνήθηκε το άκουσμα των λόγων του. Ο Ιουστινιανός κατέφυγε στο Παλάτιο. Ένα άλλο γεγονός δυσκολεύει περισσότερο την κατάσταση: το πλήθος βρήκε τον Υπάτιο, τον μεγαλύτερο ανιψιό του Ιουστινιανού και πιθανό διεκδικητή του θρόνου, τον πήγαν στον «Φόρο του Κωνσταντίνου» (Forum Constantini) και τον έστεψαν με χρυσό περιδέραιο. Ο Υπάτιος έχοντας υποστήριξη και από ιθύνοντες ανέκτησε την αυτοπεποίθησή του. Τελικά μεταφέρθηκε στον ιππόδρομο και τέθηκε στον αυτοκρατορικό θρόνο.
Είχε διαδοθεί φήμη ότι ο Ιουστινιανός είχε εγκαταλείψει την πόλη. Εκείνος ήθελε να φύγει στην Ηράκλεια της Θράκης και να ενωθεί με τα στρατεύματα που είχε στην περιοχή και ήλπιζε ότι θα του ήταν πιστά. Ο Βελισάριος επιχείρησε να συλλάβει τον Υπάτιο πιστεύοντας ότι έτσι τα πλήθη θα ηρεμήσουν, όμως η ανακτορική φρουρά σταμάτησε τους Γερμανούς μισθοφόρους θέλοντας να τηρήσει ουδετερότητα για λόγους ασφαλείας.
Τη στιγμή που ο Ιουστινιανός έφευγε για το λιμάνι, η Θεοδώρα παρενέβη και με τους λόγους της ανατρέπει την κατάσταση, με αποτέλεσμα ο Ιουστινιανός να αλλάξει τα σχέδιά του. Έτσι εστάλησαν ταραξίες στο πλήθος, για να προκαλέσουν σύγχυση, η ομόνοια του οποίου διασπάστηκε και άρχισαν να ακούγονται ζητωκραυγές υπέρ του Ιουστινιανού. Αμέσως ξέσπασαν συμπλοκές στον ιππόδρομο. Τη στιγμή εκείνη δίνεται το προκαθορισμένο σύνθημα. Ο Βελισάριος και ο Μούνδος εισβάλλουν και χτυπούν τα αντιμαχόμενα πλήθη από πίσω. Οι Γερμανοί μισθοφόροι κατασφάζουν χωρίς έλεος, το αίμα κυλά, τα πτώματα πέφτουν και πολλοί προσπαθούν να διαφύγουν από την έξοδο. Εκεί έξω όμως τους περίμενε ο Ναρσής με απόσπασμα της αυτοκρατορικής φρουράς.
Πληροφορούμαστε ότι σκοτώθηκαν περίπου 30.000 μέσα στον ιππόδρομο. Είναι αμφίβολο αν ο Ιουστινιανός είχε τόσες απώλειες στους πολέμους του. Ο Υπάτιος ικέτευε για έλεος και ισχυριζόταν ότι είχε οδηγήσει τα πλήθη στον ιππόδρομο, για να εξουδετερωθούν ευκολότερα από τα στρατεύματα του Ιουστινιανού. Ο Ιουστινιανός απεχθανόταν τη βία στο προσωπικό επίπεδο και ίσως του χάριζε τη ζωή, εάν δεν είχε παρέμβει η Θεοδώρα. Ο Υπάτιος και ο αδερφός του εκτελέστηκαν, η περιουσία τους δημεύθηκε, όπως και η περιουσία πολλών συγκλητικών που είχαν ταχθεί φανερά στο πλευρό τους. Ο Ιουστινιανός εδραιώθηκε βαθιά στην εξουσία και ο Ιωάννης Καππαδόκης και ο Τριβωνιανός αποκαταστάθηκαν στα αξιώματά τους. Το γεγονός αυτό στιγμάτισε τη βασιλεία του Ιουστινιανού.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ελληνόγλωσση
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. VII: Πρωτοβυζαντινός Ελληνισμός, Πρωτοβυζαντινοί Χρόνοι, Αθήνα (Εκδοτική Αθηνών), 1978
Ι. Καραγιαννόπουλος, Το Βυζαντινό Κράτος, Θεσσαλονίκη (Βάνιας) 20014
Μεταφρασμένη
W. Treadgold, A concise history of Byzantium, London (Palgrave), 2001 (ελλ. έκδοση: Βυζάντιο: Επίτομη Ιστορία, μετάφρ. Γ. Λεβενιώτης, επιμ. Γ. Αβραμίδης, Θεσσαλονίκη (Θύραθεν) 2007)
[1] Το Ακακιανό Σχίσμα διήρκησε από το 484 εώς το 519. Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ακάκιος αναθεματίστηκε από τον Πάπα Φήλιξ Γ’, γιατί είχε υποστηρίξει την έκδοση του «Ενωτικού». Το «Ενωτικό» δημιουργήθηκε, για να αμβλύνει τις διαμάχες Ορθοδόξων και Μονοφυσιτών Ο Πάπας το αναγνώρισε ως αιρετικό. Ως αντίδραση ο Ακάκιος διέγραψε από τα δίπτυχα της εκκλησίας τον Πάπα.
[2] η μεγάλη πλατεία ανάμεσα στο Παλάτιο και την Αγία Σοφία.