
Ο Ιουστινιανός (Α’ μέρος)
Τα χρόνια πριν τη βασιλεία του
Τον Αναστάσιο Α’ (491-518), που με την πολιτική του άφησε το τεράστιο χρηματικό απόθεμα των 23 εκατομμυρίων νομισμάτων στο αυτοκρατορικό θησαυροφηλάκιο, διαδέχεται ο Ιουστίνος Α’ (518-527). Η καταγωγή του Ιουστίνου και του Ιουστινιανού ήταν από αγροτικές οικογένειες στο Ταυρήσιο ή Ταυρέσιο που βρίσκεται σήμερα στα Σκόπια. Είχαν ως μητρική την Λατινική γλώσσα και ήταν στις πεποιθήσεις τους Ορθόδοξοι. Ο Ιουστίνος ήταν ανώτατος αξιωματικός της αυτοκρατορικής φρουράς. Ανήλθε στον θρόνο στα 70 του έτη, ηλικιωμένος και αμόρφωτος. Πώς θα μπορούσε σε μια τέτοια κατάσταση να ανταποκριθεί στα καθήκοντα του αυτοκρατορικού αξιώματος; Ευτυχώς για αυτόν στεκόταν σύμβουλός του ο ανιψιός του, Ιουστινιανός, ο οποίος στην πραγματικότητα ήταν ο ουσιαστικός κυβερνήτης. Ο Ιουστινιανός εστέφη συναυτοκράτορας το 527. Την 1η του Αυγούστου του ίδιου έτους ο Ιουστίνος πέθανε και τον διαδέχθηκε ο Ιουστινιανός.
Οι σύγχρονοί του, ανάλογα με τα προσωπικά τους αισθήματα για τον Ιουστινιανό, μας πληροφορούν και δίνουν αντιφατικές πληροφορίες για τον ίδιο. Ο Προκόπιος Καισαρεύς (σύμβουλος του στρατηγού Βελισαρίου), η παγκόσμια χρονογραφία του Αντιοχέως Ιωάννη Μαλάλα, το λατινικό χρονικό (Annales) του κόμητος Μαρκελλίνου, ο Ορθόδοξος εκκλησιαστικός συγγραφέας Ευάγριος, ο Μονοφυσίτης Ιωάννης Εφέσου μαζί με τις πλούσιες νομικές πηγές που διαθέτουμε συνθέτουν ικανοποιητικά την εικόνα του Ιουστινιανού.
Ο χαρακτήρας του
Όλες οι πηγές μας αναγνωρίζουν την εργατικότητα και τη δραστηριοποίησή του, για αυτό και χαρακτηρίστηκε ως «ο ακοίμητος βασιλιάς». Ήταν περήφανος, δεσποτικός, σταθερός, επίμονος, συστηματικός και υπομονετικός στην επίτευξη των στόχων που καθόριζε. Ως άνθρωπος ήταν συγκρατημένος, ανεκτικός, ευσεβής αλλά ματαιόδοξος και δύσπιστος προς όλους. Δε συνήθιζε να ταξιδεύει, σε όλη την διάρκεια της βασιλείας του σπάνια απομακρύνθηκε από την πρωτεύουσα. Κεντρική ιδέα και στόχος του Ιουστινιανού ήταν η αποκατάσταση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Imperium Romanum) στην παλαιά της έκταση (Reconquista). Επιπλέον, ως Χριστιανός Ορθόδοξος ηγεμόνας, ο Ιουστινιανός θεωρούσε καθήκον του να αγωνιστεί για την επιβολή του ορθόδοξου δόγματος στην επικράτεια.
Ο Ιουστινιανός είχε ήδη επιλέξει, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του θείου του, έμπιστους συνεργάτες με κριτήριο την τεχνική τους ικανότητα αδιαφορώντας για την αριστοκρατική καταγωγή. Ο Βελισάριος ήταν ο πιο διακεκριμένος στρατηγός του Ιουστινιανού. Είχε νυμφευθεί μια στενή φίλη της Θεοδώρας, την Αντωνίνα. Ο Σίττας, επίσης επικεφαλής στρατού είχε νυμφευθεί την αδελφή της Θεοδώρας, Κομιτώ. Ο ευνούχος, Αρμένιος στην καταγωγή, στρατηγός Ναρσής είναι επίσης γνωστός συνεργάτης του Ιουστινιανού. Συνεργάτες του ήταν ακόμη ο νομομαθής Τριβωνιανός, ο Ιωάννης Καππαδόκης και ο Ανθέμιος με τον Ισίδωρο, οι οποίοι εκτός από ικανοί αρχιτέκτονες ήταν και σύμβουλοί του. Η αυτοκράτειρα Θεοδώρα, η σύζυγος του Ιουστινιανού, είχε ζήσει περιπετειώδη ζωή μέχρι να τον παντρευτεί το 525. Υπήρξε γυναίκα με δυναμισμό και αποφασιστικότητα, ήταν υποδειγματική σύζυγος και συνεργάτιδά του.
Όταν ο Ιουστινιανός αναγορεύθηκε αυτοκράτωρ, η άλλοτε «οικουμενική» Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία περιοριζόταν στην Ανατολική Μεσόγειο και στα Βαλκάνια. Για να μπορέσει ο Ιουστινιανός να εκστρατεύσει ελεύθερα προς τη Δύση, έπρεπε να διαφυλάξει τα ανατολικά σύνορα από τους Πέρσες. Ύστερα από μάταιες τετράχρονες πολεμικές επιχειρήσεις και των δύο πλευρών, ο Ιουστινιανός αναγκάστηκε να κλείσει το 532 «απέραντη ειρήνη» με τους Πέρσες.
Το 533 μικρό εκστρατευτικό βυζαντινό σώμα (περίπου 15.000 άνδρες) υπό τον Βελισάριο, αποβιβάστηκε στην Αφρική. Αιφνιδίασε και συνέτριψε στις μάχες τους Βανδάλους και σε λιγότερο από ένα έτος συνέτριψε οριστικά το βανδαλικό κράτος. Ακολούθησε εξάχρονη και πολύ δύσκολη εκστρατεία εναντίον των Οστρογότθων της Ιταλίας. Ο Βελισάριος το 534 αποβιβάστηκε στη Σικελία, πέρασε στην Ιταλία και τελικά κατέλαβε τη χώρα μέχρι τη Ραβέννα. Επίσης συνέλαβε τον βασιλέα των Γότθων Ουίτιγι το 540.
Το 541 ο Βελισάριος εστάλη να διευθύνει τον στρατό στην Ανατολή. Εκεί οι Πέρσες υπό τον Χοσρόη Α’ προχώρησαν και κατέλαβαν πόλεις, λεηλατώντας και ζητώντας λύτρα για την ελευθερία τους. Τελικά οι Πέρσες αποσύρθηκαν, αφού συμφωνήθηκε να τους δοθούν 5.000 λίτρες χρυσού και 500 λίτρες ετησίως στο εξής. Ο Ιουστινιανός επιδίωκε έτσι να κερδίσει χρόνο. Ο Βελισάριος κατέλαβε την πόλη Σισαύραινα της Περσίας.
Ο Ιουστινιανός τον ανακάλεσε, για να υπερασπιστεί τα βόρεια σύνορα από τους Βούλγαρους που εισέβαλλαν με τρεις μεγάλες στρατιές και λεηλάτησαν την ενδοχώρα. Οι Βούλγαροι υποχώρησαν και δόθηκε εντολή να γίνουν οχυρωματικά έργα στα στενά και τις διαβάσεις της χερσονήσου του Αίμου. Το 542 ξέσπασε επιδημία που έπληξε ακόμη και τον Ιουστινιανό. Η αυτοκρατορία τότε βρέθηκε σε μεγάλο κίνδυνο και εξασθένισε η οικονομία της. Το 543 ο λοιμός επεκτάθηκε και στην Περσία και δημιούργησε ταραχές. Επιτεύχθηκε λοιπόν συμφωνία για πενταετή ειρήνη.
Όταν ο Βελισάριος είχε φύγει μετά την πτώση της Ραβέννας, το 540, δεν είχε διοριστεί άλλος γενικός αρχιστράτηγος πίσω στην Ιταλία. Την απουσία αυτή εκμεταλλεύθηκαν οι Γότθοι που με αρχηγό τον Τωτίλα επαναστάτησαν. Ο Βελισάριος έσπευσε να τους αντιμετωπίσει, ηττήθηκε όμως. Έπειτα από έντονες πολεμικές επιχειρήσεις που έληξαν το 552 υπό τον στρατηγό Ναρσή, οι Γότθοι υποτάχθηκαν και καταλήφθηκε οριστικά πλέον η Ιταλία. Το 550 βυζαντινά στρατεύματα υπό τον Πατρίκιο Λιβέριο αποβιβάστηκαν στις ακτές της Ισπανίας· εκεί νίκησαν τους Βησιγότθους και κατέλαβαν μέρος της Ισπανίας.
Η ενασχόληση του Βυζαντίου με τη Δύση έδωσε την ευκαιρία στους Πέρσες να καταπατήσουν την «απέραντη ειρήνη» και να αρχίσουν επιδρομές και λεηλασίες, τις οποίες ο βυζαντινός στρατός δε μπόρεσε να αποκρούσει. Το 540 καταστράφηκε η Αντιόχεια και ο Ιουστινιανός αναγκάστηκε να ζητήσει ανακωχή. Το επόμενο κιόλας έτος οι πόλεμοι συνεχίστηκαν. Έπειτα από συνεχείς τριετείς πολέμους και μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις υπογράφηκε το 561 ειρήνη για 50 χρόνια. Βάσει αυτής οι Βυζαντινοί υποχρεώνονταν σε χρηματική χορηγία στους Πέρσες και σε διακοπή κάθε θρησκευτικής προπαγάνδας σε περιοχές που ελέγχονταν από αυτούς και οι Πέρσες παραιτούνταν από κάθε αξίωση τους στη Λαζική και τον Εύξεινο Πόντο.
Στον Βορρά ουννικά και σλαβικά φύλα άρχισαν πάλι επιδρομές στις βαλκανικές επαρχίες του Βυζαντίου. Αυτά έφθασαν βαθιά στο βυζαντινό κράτος λεηλατώντας και προκαλώντας οικονομική εξάντληση και επικίνδυνα δημογραφικά κενά στις βόρειες βαλκανικές επαρχίες. Ο βυζαντινός στρατός απέκρουε αλλά καθυστερημένα τους επιδρομείς.
Η πανώλη του 541-542
Στα τέλη του 541 ξεσπά βουβωνική πανώλη στη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Η πανώλη μεταφέρθηκε από τους ψύλλους των αρουραίων. Ακολούθησε το δρομολόγιο του σιταριού που έτρωγαν οι αρουραίοι. Από την Αιθιοπία μεταδόθηκε στην Αίγυπτο και από εκεί μέσω των λιμανιών, σε όλη την αυτοκρατορία. Μεταδόθηκε στην ύπαιθρο, στους στρατούς, αλλά έπληξε ιδιαίτερα τις παραθαλάσσιες πόλεις. Στην Κωνσταντινούπολη πέθαναν κατά τους υπολογισμούς ενός συγχρόνου περίπου 230.000 άνθρωποι, κάτι παραπάνω από τους μισούς κατοίκους της. Ακόμη και ο ίδιος ο Ιουστινιανός προσβλήθηκε από την ασθένεια.
Το ποσοστό της θνησιμότητας των προσβληθέντων ήταν τα τρία τέταρτα. Η πανώλη έπληξε επίσης τους Πέρσες, και τις παραθαλάσσιες περιοχές της μεσογείου. Στην Βυζαντινή αυτοκρατορία οι νεκροί υπολογίζονται περίπου στο ένα τέταρτο του πληθυσμού. Η πανώλη αυτή εμφάνιζε και μετέπειτα κρούσματα στον έκτο, τον έβδομο και τον όγδοο αιώνα. Σε αυτό το πρώτο της κρούσμα υπολογίζονται γενικότερα γύρω στους 25 εκατομμύρια νεκρούς.
Η πανώλη αποδιοργώνωσε το Βυζαντινό κράτος και ζημίωσε πολύ την παραγωγή του και τα έσοδα του. Με δυσκολία ή και καθόλου δεν αποπληρώνονταν οι στρατοί. Ως αποτέλεσμα σημειώθηκαν ανταρσίες και λιποταξίες. Άλλοι αυτομόλησαν στους Οστρογότθους στη Ιταλία, και στους Μαυριτανούς στην Αφρική. Οι Οστρογότθοι στην Ιταλία εκμεταλλευόμενοι τις συνθήκες αυτές ετοίμαζαν αντεπίθεσή τους. Στην Βόρεια Αφρική οι Μαυριτανοί ομοίως πραγματοποιούσαν επιδρομές.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ελληνόγλωσση
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. VII: Πρωτοβυζαντινός Ελληνισμός, Πρωτοβυζαντινοί Χρόνοι, Αθήνα (Εκδοτική Αθηνών), 1978
Ι. Καραγιαννόπουλος, Το Βυζαντινό Κράτος, Θεσσαλονίκη (Βάνιας) 20014
Μεταφρασμένη
W. Treadgold, A concise history of Byzantium, London (Palgrave), 2001 (ελλ. έκδοση: Βυζάντιο: Επίτομη Ιστορία, μετάφρ. Γ. Λεβενιώτης, επιμ. Γ. Αβραμίδης, Θεσσαλονίκη (Θύραθεν) 2007)