
Η έριδα της περιβολής
Η μελέτη του επονομαζόμενου σκοτεινού Μεσαίωνα (1000-1500μ.Χ.) έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ειδικά στα θέματα διακυβέρνησης και εξουσίας. Σε αυτή τη σκοτεινή για την Ευρωπαϊκή Δύση περίοδο οι ηγούμενοι των μοναστηριών (όσοι δεν ελέγχονταν από κοσμικούς κτήτορες) εκλέγονταν από τη σύναξη των μοναχών της μονής ενώ οι επίσκοποι από τον τοπικό κλήρο και στη συνέχεια η εκλογή επικυρωνόταν από τον λαό. Αλλά για να οριστεί κάποιος σε ένα κοσμικό αξίωμα (λαϊκή περιβολή) και να ασκήσει την εξουσία που απέρρεε από αυτό, χρειαζόταν διαφορετική διαδικασία για την επικύρωση της εκλογής του. Οι κοσμικοί κάτοχοι αξιωμάτων και φέουδων[1] «περιβάλλονταν» με το αξίωμα ή τις γαίες συνήθως με κάποια τελετή, στη διάρκεια της οποίας παραλάμβαναν (από κάποιο γαιοκτήμονα ή τον βασιλιά) ένα κλαρί ή έναν σβώλο χώμα που συμβόλιζε την ιδιοκτησία και αυτοί από τη μεριά τους έδιναν όρκο πίστης.
Όθων Γ, Καίσαρας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από το 996-1002
Με αυτόν τον τρόπο «περιβάλλονταν» και οι επίσκοποι την κοσμική ιδιοκτησία των επισκοπών τους. Αυτοί όμως, εκτός από τα σύμβολα εξουσίας για την έκταση της επισκοπής τους (λαϊκή περιβολή), παραλάμβαναν στην επίσημη περιβολή της ιεροσύνης (investitura) και τα σύμβολα της εξουσίας των ψυχών: το δαχτυλίδι, που συμβόλιζε τη σύζευξη με τον Χριστό και την ποιμαντική ράβδος, που παρέπεμπε στον ποιμένα του ποιμνίου. Επειδή οι Γερμανοί αυτοκράτορες θεωρούσαν τους εαυτούς τους χειροτονημένους κληρικούς (σε ορισμένες απεικονίσεις της εποχής εμφανίζονται ως μέλη της ιεραρχίας), έδιναν οι ίδιοι την ποιμαντορική ράβδο στους επισκόπους. Σε αυτό το τελετουργικό ο αυτοκράτορας Ερρίκος Γ’ (1039-1056) προσέθεσε και το χρίσμα με δακτυλίδι που ποτέ δεν το παραλάμβαναν από τον αυτοκράτορα παρά μόνο από ανώτερους κληρικούς (αρχιεπίσκοπο-πάπα). Μετά την περιβολή του επισκόπου από τον αυτοκράτορα ακολουθούσε η κανονική χειροτονία από τον αρχιεπίσκοπο και στη συνέχεια ο επίσκοπος έδινε όρκο πίστης στον κοσμικό άρχοντα. Συνήθως οι αυτοκράτορες παρέλειπαν την τυπική επικύρωση της εκλογής από τον κλήρο και τον λαό. Αν ήθελε να θέσει βέτο στην επιλογή του επισκόπου, ο αυτοκράτορας αρνιόταν να τον περιβάλλει, οπότε ο επίσκοπος έμενε «εψηφισμένος»[2].
Στη Γαλλία οι επισκοπές έγιναν κληρονομική ιδιοκτησία οικογενειών και γίνονταν αντικείμενο αγοραπωλησιών. Το να θεωρήσουμε τη λαϊκή περιβολή σφετερισμό της εκκλησιαστικής εξουσίας είναι λανθασμένο, και αυτό επειδή η εκκλησία προστατεύονταν και έπαιζε σημαντικό ρόλο στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων – με αυτόν τον τρόπο εξηγείται και ο πλούτος της – χάρη στην πατρωνία των κοσμικών ηγεμόνων. Ορισμένοι πάπες του 9ου αιώνα, αν και διέθεταν ικανότητες, δεν ενδιαφέρονταν για την εκκλησιαστική μεταρρύθμιση[3], όσο για την εδραίωση της δικής τους θέσης από υλική και θεωρητική άποψη.
Μετά το 1053 ακολούθησε μια σειρά γεγονότων ιδιαίτερα σημαντική για τη συνέχεια της ιστορίας. Ο πάπας Γρηγόριος Ζ’ συμμάχησε ανοιχτά με τους Σάξονες[4] άρχοντες, που το 1073 εξεγέρθηκαν κατά του αυτοκράτορα, Ερρίκου Δ’. Δύο χρόνια μετά από αυτά τα γεγονότα ο Γρηγόριος απαγόρευσε την περιβολή των επισκόπων με δακτυλίδι και ποιμαντορική ράβδο από κοσμικούς, αλλά ο Ερρίκος Δ τον αγνόησε. Με την «έριδα της περιβολής» αρχίζει ο διαχωρισμός εκκλησίας – κράτους. Ο πάπας και ο κλήρος γενικότερα, δε θεωρούσαν τους κοσμικούς άρχοντες χειροτονημένους, άρα ανάξιους να τους «περιβάλουν». Αυτό θα στοίχιζε στην εκκλησία, καθώς οι κοσμικοί ηγεμόνες αντέδρασαν πολύ αρνητικά στην παπική διεκδίκηση υπεροχής (Παποκαισαρισμός[5]) και το επόμενο ήταν να υπάρξει κυριαρχία των λαϊκών επί της εκκλησίας. Στις αρχές του 1076 ο Γρηγόριος Ζ’ αφόρισε τον Ερρίκο Δ’ και του αφαίρεσε τη βασιλική εξουσία, επικαλούμενος την εξουσία του «δεσμείν και λύειν» στον ουρανό και τη γη που του έχει εκχωρήσει ο Χριστός μέσω του αποστόλου Πέτρου.
Ο αφορισμός στάθηκε η τέλεια αφορμή για τους αριστοκράτες της Γερμανίας που με τη στήριξη των επισκόπων εξεγέρθηκαν κατά του Ερρίκου. Ο πάπας ξεκίνησε για τη Γερμανία, όμως ο Ερρίκος με διπλωματική ευφυΐα τον σταματά στην Κανόσσα και ως ένδειξη μεταμέλειας υποβάλλει την παραίτησή του. Αν και ο πάπας δεν ήταν σίγουρος για την ειλικρίνεια αυτής της πράξης, δε μπορούσε να αρνηθεί την άρση του αφορισμού, αφήνοντας έτσι χωρίς έρεισμα τους εξεγερθέντες Γερμανούς. Αυτό όμως δεν τους εμπόδισε να εκλέξουν νέο βασιλιά, τον Ροδόλφο Ραϊνφέλτεν. Αμέσως ο πάπας Γρηγόριος ζήτησε το δικαίωμα διαιτησίας[6] μεταξύ των δύο βασιλιάδων. Εν τέλει και ενώ οι μάχες ήταν αδιάκοπες (μεταξύ Ροδόλφου και Ερρίκου), το 1080 ο πάπας αφόρισε και πάλι τον Ερρίκο Δ’, επεξέτεινε το ανάθεμα σε όλους τους οπαδούς του αυτοκράτορα και απάλλαξε όλους του υπηκόους από τον όρκο πίστης που είχαν δώσει στον βασιλιά.
Ωστόσο ο Ερρίκος νίκησε τον Ροδόλφο που τραυματίστηκε θανάσιμα στη μάχη. Κατόπιν διόρισε αντίπαπα και εκδίωξε τον Γρηγόριο από τη Ρώμη. Ο Νορμανδός βασιλιάς Ροβέρτος Γουισκάρδος έσπευσε να βοηθήσει τον πάπα και προστάτη του απομακρύνοντας τους Γερμανούς από τη Ρώμη. Αργότερα όμως λεηλάτησε την πόλη και κατευθύνθηκε νότια μαζί με τον πάπα, ο οποίος πέθανε στα χέρια των Νορμανδών το 1085.
Αυτή η διαμάχη είναι η πρώτη μετά την ύστερη Ρωμαϊκή (ρωμαϊκή) εποχή με περιεχόμενο την προπαγάνδα για θέμα πολιτικό ή θρησκευτικό. Οι δύο πλευρές κυκλοφορούσαν “επιστολές”, ο μεν Πάπας απευθυνόταν στον Άγιο Πέτρο, ο δε Ερρίκος απαντούσε στον αφορισμό κατηγορώντας τον Γρηγόριο ότι υπέσκαπτε βιαιότητες και εξεγέρσεις με το πρόσχημα της θρησκείας. Ο βασιλιάς υποστήριζε ότι τον βασιλικό τίτλο τον είχε λάβει από τον ίδιο τον Θεό και, επειδή το υποστήριζε αυτό, θα δεχόταν να καθαιρεθεί εάν ποτέ ξεστράτιζε από την χριστιανική πίστη.
Η λύση της Έριδας ήρθε σταδιακά. Αν και το 1085 ο Ερρίκος Δ’ υπερείχε στρατιωτικά, οι εχθροπραξίες στη Γερμανία και την Ιταλία συνεχίζονταν και ο βασιλιάς δεν μπορούσε να πάρει στον έλεγχο του τις εκκλησιαστικές γαίες. Στην αρχή αρκετοί Γερμανοί επίσκοποι είχαν πάρει το μέρος του βασιλιά, γιατί πίστευαν ότι η εξουσία της εκκλησίας περιορίζεται στα πνευματικά θέματα. Όμως μετά το 1100 όλοι είχαν πάρει το μέρος της Ρώμης και αυτό οδήγησε σε πολλές συγκρούσεις ειδικά στην πόλη της Ρηνανίας. Ο Ερρίκος Δ’, αλλά κυρίως ο διάδοχός του, Ερρίκος Ε’, έδωσε νομική αναγνώριση σε διάφορες ενώσεις πόλεων, για να πολεμήσουν τον επίσκοπό τους. Αν και πριν τον θάνατο του πατέρα του ο Ερρίκος Ε’ υποστήριξε την προσπάθεια συμβιβασμού, μετά τον θάνατο πολέμησε την εκκλησία με το ίδιο σθένος. Φυσικά ούτε οι Δυτικοί ηγεμόνες δεν αποδέχθηκαν τις πολιτικές βλέψεις του πάπα. Οι ακρότητες στη Σικελία ήταν πρωτοφανείς (εκεί, μετά το 1100, βασίλευαν οι Νορμανδοί σύμμαχοι των παπών).
Η τελική λύση δόθηκε το 1122 με διακανονισμό για τη Γερμανία και την Ιταλία, το περίφημο Κονκορδάτο της Βορματίας (Βόρμς). Βάσει της αυτοκρατορικής του εκδοχής η ισχύς του είναι καθολική και διαχρονική, ισχύει δηλαδή και επί των διαδόχων του αυτοκρατορικού θρόνου. Ωστόσο, βάσει της παπικής του εκδοχής οι πάπες ισχυρίστηκαν ότι αναφέρονταν μόνο στον Ερρίκο Ε’ και όχι στους διαδόχους του. Ο Ερρίκος παραιτήθηκε από το αξίωμα του να περιβάλλει τους επισκόπους με δακτυλίδι και ποιμαντορική ράβδο, στην επικράτεια του και αλλού, αναγνωρίζοντας έτσι ότι δεν είναι κληρικός αλλά λαϊκός. Στη Γερμανία όμως οι επίσκοποι και οι ηγούμενοι έπρεπε να εκλέγονται μπροστά στον μονάρχη, ο οποίος θα καθόριζε τις αμφιλεγόμενες εκλογές και δε θα παρέδιδε τη λόγχη (το σύμβολο της κοσμικής κτήσης) εάν δεν συμφωνούσε με την εκλογή.
Στη Βουργουνδία και την Ιταλία, όπου ο Ερρίκος κυβέρνησε, ένας επίσκοπος μπορούσε να περιβληθεί τις κοσμικές κτήσεις της επισκοπής του (δηλαδή την ακίνητη περιουσία) μέσα σε έξι μήνες από τη χειροτονία. Επομένως οι όροι του Κονκορδάτου της Βορματίας υποδηλώνουν ότι το κύριο μέλημα του ποντίφικα[7] (πάπα) ήταν ο περιορισμός των Γερμανών βασιλιάδων στην Ιταλία και όχι τόσο η παρέμβαση των κοσμικών στην εκκλησία.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Μονογραφία
D.Nicholas, The Evolution if the Medieval World: Society, Government and Thought in Europe 312-1500, London (Longman Group UK Ltd), 1992 (ελλ. έκδοση: Η Εξέλιξη του Μεσαιωνικού Κόσμου: Κοινωνία, Διακυβέρνηση και Σκέψη στην Ευρώπη 312-1500, μτφρ. Μ. Τζιαντζή, Αθήνα, (Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης), 2016 [1η: 1999])
Λεξικά
Ε. Ελευθερουδάκης, Επίτομον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν, τόμ. Ι: Α-Ι & ΙΙ: Κ-Ω, Αθήνα, (Ν. Νίκας & ΣΙΑ Ε.Ε.), 19722
[1]Φέουδο: είναι τμήματα γης. Βάσει του συστήματος διακυβέρνησης (φεουδαρχία) ο βασιλιάς ήταν κύριος όλης της γης του βασιλείου του και είχε το δικαίωμα να παραχωρεί τα φέουδα, καθώς και να απαιτεί υπηρεσίες έναντι αυτών.
[2] «εψηφισμένος»: ο επίσκοπος που έχει εκλεχθεί από τον τοπικό κλήρο αλλά δεν τον «περιβάλλει» ο αυτοκράτορας.
[3] Κίνημα εμπνευσμένο από τις μονές και όχι από την παποσύνη (Δούκας της Ακουιτανίας στο αβαείο του Κλουνύ – 910μ.Χ.). «[…] Επιβεβαίωση της υπεροχής της εκκλησιαστικής εξουσίας έναντι της κοσμικής στο πλαίσιο μια ενιαίας χριστιανικής κοινοπολιτείας, αν και αυτό που επιτεύχθηκε στην πράξη ήταν η έναρξη του χωρισμού της εκκλησίας από το κράτος», βλ. D. Nicholas, The Evolution if the Medieval World: Society, Government and Thought in Europe 312-1500, London (Longman Group UK Ltd), 1992 (ελλ. έκδοση: Η Εξέλιξη του Μεσαιωνικού Κόσμου: Κοινωνία, Διακυβέρνηση και Σκέψη στην Ευρώπη 312-1500, μτφρ. Μ. Τζιαντζή, Αθήνα, (Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης), 2016 [1η: 1999]), σελ. 288.
[4] Σάξονες ή Σάξωνες (Sachsen): Γερμανικός λαός που αναφέρεται από το 150 μ.Χ., γνωστός σαν πειρατικός λαός. Ο Κάρολος ο Μέγας έκανε εναντίον τους αιματηρούς πολέμους, που κατέληξαν στην υποταγή και τον εκχριστιανισμό τους.
[5] Υπεροχή του Πάπα έναντι του Καίσαρα, δηλαδή της εκκλησίας έναντι του μονάρχη. Το αντίθετο ονομάζεται «Καισαροπαπισμός».
[6]Διαιτησία: Επίλυση κάποιας διαφοράς από πρόσωπα (διαιτητές) της εκλογής των ενδιαφερομένων. Αποτελεί μορφή συμβιβασμού και θεσμός και στην αρχαία Αθήνα.
[7] Ποντίφιξ (pontifex): Στους αρχαίους Ρωμαίους ήταν ιερατικό αξίωμα. Από τον ΙΑ’ αιώνα είναι ο τίτλος του πάπα.