
Πολιορκίες Τύρου και Γάζας: Το αδύνατο γίνεται δυνατό
Η μάχη της Ισσού τελείωσε νικηφόρα. Ποια θα είναι όμως τώρα η πορεία των πραγμάτων; Η γραμμή των νέων εξελίξεων θα χαραχθεί στη Συρία, στη Φοινίκη, στο Λίβανο…
Θα περίμενε κανείς ότι πρώτη αναμενόμενη κίνηση του Αλέξανδρου μετά τη νίκη της Ισσού θα ήταν να καταδιώξει τον Δαρείο, πριν εκείνος προλάβει να ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις του. Αποφάσισε, όμως, να καταλάβει πρώτα τις ακτές της Συρίας και να αποκτήσει τον έλεγχο της Φοινίκης που αποτελούσε βάση του περσικού στόλου. Η υψηλή στρατηγική του Αλέξανδρου υπολόγιζε ότι αν έμενε αλώβητο το φοινικικό ναυτικό και απόρθητες οι πόλεις της περιοχής, τότε υπήρχε κίνδυνος, μαζί με τους (από καιρό) σε συνεργασία Πέρσες και Σπαρτιάτες, να αρχίσει δράση εναντίον του και η Αθήνα που επηρεαζόταν από την αντιμακεδονική παράταξη.
Έτσι, ο Αλέξανδρος προχώρησε νότια και, αφού διέσχισε τη Συρία, έφτασε χωρίς αντίσταση στα παράλια της Φοινίκης και κατέλαβε όλες τις φοινικικές πόλεις. Η ίδια η Σιδώνα, που ήταν το κέντρο της ζωής των Φοινίκων, παραδόθηκε μόνη της, έχοντας υποστεί κακή μεταχείριση από τους Πέρσες. Άλλη μεγάλη πολιτεία της Φοινίκης ήταν η Τύρος που χάρη στην οχυρωμένη της θέση και το ισχυρό πολεμικό ναυτικό της την θεωρούσαν απόρθητη.
Η πολιορκία
Ο στρατός του Αλέξανδρου πλησίαζε προς την Τύρο, όταν οι πρέσβεις που είχε στείλει η πόλη τον συνάντησαν και δεν του επέτρεψαν να εισέλθει με το στράτευμά του στην οχυρωμένη πόλη και να θυσιάσει στον θεό Μελκάρθ, του αντίστοιχου Ηρακλή των Ελλήνων. Η θυσία αυτή ήταν προνόμιο μόνο των βασιλιάδων της Τύρου. Ο Αλέξανδρος το θεώρησε προσβολή και δεν θέλησε να αφήσει τη στάση των Τυρίων ατιμώρητη. Η πολιορκία ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 332 π.Χ. και οι δύο αντίπαλοι ετοιμάστηκαν για έναν λυσσαλέο αγώνα που κράτησε 8 μήνες.
H Τύρος (η σημερινή της μορφή δεν μας επιτρέπει να έχουμε μια εικόνα της αρχαίας προγόνου της) ήταν κτισμένη πάνω σε ένα απομονωμένο νησί, απείχε από την ακτή περ. 700μ. και είχε δύο βασικά λιμάνια: προς Βορρά το Σιδώνιο και προς Νοτιά το Αιγύπτιο. Περιβαλλόταν από ψηλά τείχη που ήταν ισχυρότερα στην πλευρά έναντι της ασιατικής ακτής. Ο Αλέξανδρος (αφού από την θάλασσα η πόλη ήταν απρόσβλητη) αποφάσισε να επιχωματώσει τα θαλάσσια 700 μέτρα που τον χώριζαν από το νησί, ώστε να μπορέσουν οι πολιορκητικές μηχανές του να πλήξουν τα τείχη, χρησιμοποιώντας όλη την εφευρετικότητα των μηχανικών του.
Το έργο ήταν δύσκολο. Όσο οι Τύριοι έβλεπαν αυτή την «γέφυρα» να πλησιάζει, ανησυχούσαν περισσότερο και γι’ αυτό έστειλαν τα γυναικόπαιδα τους στην Καρχηδόνα. Επιπλέον παρενοχλούσαν από τα τείχη τους Μακεδόνες εργάτες. Ο Αλέξανδρος κατασκεύασε στην άκρη του μόλου δυο ξύλινους πύργους που έφθαναν σε ύψος όσο τα τείχη της Τύρου για να τους προστατέψει. Η αντίσταση, όμως παρέμενε πεισματώδης. Οι πρώτες πολιορκητικές μηχανές που πλησίασαν κάηκαν αμέσως από τα πυρπολικά των Τυρίων. Η επιτυχία τους δεν έκαμψε τη θέληση του Αλέξανδρου. Διαπίστωσε ότι αιτίες της αποτυχίας του ήταν η στενότητα του μόλου και η έλλειψη στόλου. Μετέβη προσωπικώς στη Σιδώνα για να διευθετήσει το πρόβλημα και προς ενίσχυσή του ήρθαν 80 φοινικικά πλοία, 10 τριήρεις από την Ρόδο, 10 από την Λυκία, 3 από τους Σόλους και μία πεντηκόντορος από την Μακεδονία, συνολικά 104 πλοία. Με την άφιξη επιπλέον 120 κυπριακών πλοίων απέκτησε απόλυτη ναυτική υπεροχή έναντι των υπερασπιστών αναγκάζοντας τον Αζέλμικο (τον βασιλιά της Τύρου) να αποσύρει τα πλοία του στα δύο βασιλικά λιμάνια φράζοντας με αυτά τις εισόδους τους.
Οι Τύριοι υπερασπίζονταν αποτελεσματικά την πόλη τους απέναντι τόσο στα αντίπαλα πλοία όσο και τους αντίπαλους πεζούς. Μάλιστα, τα φράγματα στα λιμάνια ενισχύθηκαν με ογκώδεις λίθους. Έγιναν προσπάθειες για την ανάσυρσή τους όμως οι υπερασπιστές έκοβαν τα σχοινιά με υποβρύχιους κολυμβητές. Με μια αιφνιδιαστική ναυτική επίθεση πολλά πλοία και οι ναυαρχίδες 3 Κυπρίων βασιλέων βυθίστηκαν[1].
Η τελική έφοδος
Χρειαζόταν μια επιθετική τακτική, ώστε η πόλη να καταληφθεί. Παρατηρώντας τα τείχη ο Αλέξανδρος θεώρησε ότι το πιο αδύνατο σημείο βρισκόταν προς Νοτιά, όπου βρίσκονταν τα βασιλικά ανάκτορα και ο ναός το Μελκάρθ. Στην δοκιμαστική κρούση που ακολούθησε δημιουργήθηκαν ρήγματα στα τείχη και τα παραπλέοντα πλοία του έριξαν γέφυρες στο σημείο, ωστόσο οι υπερασπιστές κατόρθωσαν να αποκρούσουν τα αγήματα που διείσδυσαν. O Αλέξανδρος προετοίμασε νέα και στο στρατιωτικό συμβούλιο που συνεκάλεσε την παραμονή της εφόδου ανέπτυξε το τελικό του σχέδιο: μεγάλη επίθεση στο νότιο τμήμα, ενώ ο στόλος χωρισμένος στα δυο θα επιχειρούσε να παραβιάσει την είσοδο των λιμανιών. Ταυτόχρονα θα έβαλλαν κατά των υπερασπιστών προκειμένου να μην αντιληφθούν προς τα πού θα εκδηλωνόταν η κύρια επίθεση. Αυτή την επίθεση την ανέλαβε ο Αλέξανδρος προσωπικά, έχοντας μαζί του μηχανοφόρα πλοία, τους υπασπιστές υπό τον Άδμητο και 2 τάξεις πεζεταίρων. Ο υπόλοιπος στρατός «απλώθηκε» απέναντι από άλλα σημεία των τειχών. «Την ημέρα της επιθέσεως τα τείχη της Τύρου δέχονταν ένα καταιγισμό πληγμάτων»[2]. Με συνδυασμένες βολές από τις πολιορκητικές μηχανές, τους καταπέλτες των πλοίων και τους «υψηλούς πύργους» τα τείχη εμφάνισαν ρωγμές. Τα πλοία άρχισαν αμέσως να ρίχνουν γέφυρες στα σημεία εκείνα και οι στρατιώτες του Αλέξανδρου άρχισαν να εισβάλλουν στην πόλη. Μπροστά στον ίδιο τον Μακεδόνα βασιλιά, μάλιστα, δημιουργήθηκε το πρώτο ρήγμα κι εκείνος διοικώντας τους υπασπιστές (αφού ο Άδμητος είχε σκοτωθεί νωρίτερα), κατευθύνθηκε προς τους κοντινούς πύργους και τα ανάκτορα. Την ίδια ώρα ο υπό μακεδονική διοίκηση συμμαχικός στόλος κατέλαβε τα 2 λιμάνια και αποβίβασε επιπλέον δυνάμεις. Η παρουσία του στόλου του Αλέξανδρου έσπασε το ηθικό των Τυρίων και σε συνδυασμό με την έλλειψη σχεδίου άμυνας εντός της πόλης δικαιολογημένα επήλθε πανικός. Οι υπερασπιστές βάλλονταν από παντού και δεν είχαν πού να καταφύγουν. Οι Μακεδόνες αγανακτισμένοι όρμησαν στην πόλη και σκότωναν αδιακρίτως, επιζητώντας εκδίκηση, όπως συμβαίνει κατά κανόνα σε μεγάλης διάρκειας πολιορκίες, και για το θάνατο των Μακεδόνων που αιχμαλωτίστηκαν κατά τις προηγούμενες επιθέσεις και των οποίων τα σώματα είχαν πετάξει στο μακεδονικό στρατόπεδο. Μόνο εκείνη την ημέρα σκοτώθηκαν τουλάχιστον 8.000 ένοπλοι Τύριοι, ενώ και αρκετοί που κατέφυγαν (ικέτες; ) στο Αγηνόριο[3] σφαγιάστηκαν χωρίς οίκτο. Μόνο στον βασιλιά Αζέλμικο χαρίστηκε η ζωή, όπως και στους θεωρούς της Καρχηδόνας που είχαν καταφύγει ικέτες στον ναό του Μελκάρθ χωρίς βέβαια να μείνει αστιγμάτιστη η δειλή συμπεριφορά τους. Οι υπόλοιποι κάτοικοι (κάτι παραπάνω από 30.000) πουλήθηκαν ως δούλοι. Ο Αρριανός γράφει για μόλις 400 νεκρούς Μακεδόνες στη διάρκεια της 7μηνης πολιορκίας, αριθμός εξαιρετικά μικρός δεδομένου της δυσκολίας αλλά και της διάρκειας του εγχειρήματος του Αλεξάνδρου. Ίσως αναφέρει μόνο τις απώλειες του στρατεύματος του Αλεξάνδρου εξαιρώντας τους συμμάχους του.
Μετά την Τύρο
Αξίζει να σημειωθεί ότι παρά τον εξανδραποδισμό των κατοίκων της, η Τύρος δεν καταστράφηκε (όπως η πόλη των Θηβών) και λίγα χρόνια αργότερα επανεμφανίζεται ως ναυτεμπορικό κέντρο. Ο Αλέξανδρος ευχαρίστησε τον Ηρακλή και αφιέρωσε στον Μελκάρθ μια πολιορκητική μηχανή και το ιερό πλοίο των Τυρίων. Η ερμηνεία του μάντη Αρίστανδρου βγήκε αληθινή και η εύνοια του Ηρακλή επιβεβαιώθηκε πάρα την μεγάλη δοκιμασία που αντιμετώπισε ο Αλέξανδρος. Η κατάληψη της πόλης θεωρήθηκε όχι μόνο μεγάλο στρατιωτικό επίτευγμα (στην πολιορκία της Τύρου συνεργάστηκαν στρατός, στόλος και μηχανικοί, υπό τις διαταγές του 24χρονου Μακεδόνα βασιλιά) αλλά και άθλος αντάξιος του μυθικού προγόνου του Αλεξάνδρου και όφειλε να εορτασθεί με τις πρέπουσες εορταστικές και αθλητικές εκδηλώσεις. Ο ιστορικός J. R. Ellis θεωρεί πως η άλωση της Τύρου «ήταν ίσως το μεγαλύτερο στρατιωτικό επίτευγμα, φόρος τιμής στο επίπεδο της τακτικής που είχε επιτευχθεί στην Μακεδονία κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Φιλίππου και του ίδιου του Αλεξάνδρου»[4].
Η τελική έφοδος του Αλεξάνδρου στην Τύρο. Ο φοινικικός στόλος που απεικονίζεται είναι από τις ενισχύσεις που βοηθήσανε τους Μακεδόνες και όχι ο εχθρικός στόλος, ο οποίος είχε κλειστεί στα λιμάνια.
Η πολιορκία της Γάζας
Μετά την εκπόρθηση της Τύρου και έχοντας απορρίψει 2 δελεαστικές προτάσεις του Δαρείου για ειρήνη, ο Αλέξανδρος αποφάσισε να βαδίσει προς την Αίγυπτο πριν εισχωρήσει βαθύτερα στην Ασία. Έπρεπε όμως να καταλάβει πρώτα την Γάζα, πόλη ακριβώς πριν την έρημο του Σινά και επομένως αναγκαία στάση ανεφοδιασμού. Την πόλη διοικούσε ένας ευνούχος με το όνομα Βάτις και όχι μόνο αρνήθηκε να παραδοθεί εμπιστευόμενος τον θρύλο του απόρθητου που συνόδευε και την δική του πόλη, αλλά στρατολόγησε μισθοφόρους από την αραβική έρημο και συγκέντρωσε προμήθειες για να αντέξει σε μακρά πολιορκία.
Πράγματι ο Αλέξανδρος ετοιμάστηκε να πολιορκήσει την πόλη παρά την αντίθετη γνώμη των μηχανικών του: η Γάζα δεν είχε μόνο ισχυρό τείχος, αλλά επίσης ήταν κτισμένη πάνω σε έναν ψηλό αμμόλοφο καθιστώντας τις βλητικές μηχανές άχρηστες, ενώ τη μικρή απόστασή της από τη θάλασσα (περίπου 3,5 χιλιόμετρα) κάλυπτε ελώδες έδαφος. Ο Μακεδόνας βασιλιάς όμως ήταν αμετάπειστος. Δεν μπορούσε να συνεχίσει την πορεία του με μια ισχυρή παραθαλάσσια πόλη στα νώτα του και ακριβώς πάνω στην Συροπαλαιστινιακή γραμμή των εφοδιοπομπών του, την οποία είχε αγωνιστεί σκληρά να ξεκαθαρίσει από τους Άραβες επιδρομείς. Επιπλέον η παράκαμψή της θα έδειχνε σημάδι αδυναμίας του αήττητου ως τότε μακεδονικού στρατού, κάτι που σαφώς θα είχε αντίκτυπο στην Περσία και τις πόλεις της νότιας Ελλάδας.
Ο Αλέξανδρος στρατοπέδευσε στο νότιο τμήμα του τείχους (θεωρήθηκε ως το πιο αδύναμο) και διέταξε να κατασκευαστεί ένα πρόχωμα στο σημείο εκείνο για να μπορέσουν να χρησιμοποιηθούν οι πολεμικές μηχανές. Όταν συναρμολογήθηκαν, οι υπερασπιστές της πόλης επιχείρησαν έξοδο για να κάψουν τις μηχανές και παραλίγο να καταφέρουν τον σκοπό τους, αλλά την κρίσιμη στιγμή επενέβη ο Μακεδόνας βασιλιάς με τις χιλιαρχίες των υπασπιστών και έσωσε την κατάσταση όχι όμως χωρίς να πληρώσει το τίμημα: τραυματίστηκε σοβαρά από βέλος καταπέλτη στον ώμο επιβεβαιώνοντας τον χρησμό του μάντη Αρίστανδρου[5]. Στο μεταξύ έφτασαν κατόπιν νέας διαταγής οι πολιορκητικές μηχανές που είχαν εκπορθήσει την Τύρο και το πρόχωμα επεκτάθηκε σε όλο το μήκος των τειχών της πόλης. Ταυτόχρονα με τις πολιορκητικές μηχανές δρούσαν και υπόγειοι σκαπανείς που υπονόμευαν τις οχυρώσεις, ενώ οι έφοδοι των Μακεδόνων αδυνάτιζαν τις έμψυχες μονάδες υπεράσπισης. Χρειάστηκαν 3 αποτυχημένες μακεδονικές επιθέσεις, ώστε τα τείχη να καταληφθούν με την επόμενη προσπάθεια (σώζεται μάλιστα και το όνομα του πρώτου Μακεδόνα στρατιώτη που πάτησε στο εχθρικό τείχος[6]) και η μέχρις εσχάτων άμυνα των υπερασπιστών να εξουδετερωθεί. Συνολικά περίπου 10.000 άρρενες κάτοικοι (ένοπλοι και άμαχοι) σκοτώθηκαν ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά εξανδραποδίσθηκαν. Τη θέση τους στην πόλη της Γάζας έλαβαν έποικοι από τις γειτονικές περιοχές, φιλικές προς τον Αλέξανδρο.
Η πολιορκία της Γάζας από τον Αλέξανδρο. Με κίτρινο χώμα οι επιχωματώσεις των Μακεδόνων γύρω από την πόλη.
Συνέπειες
Με την κατάληψη αυτών των 2 πόλεων ο Αλέξανδρος απέκτησε επιπλέον φήμη καθώς κοντά στο αήττητο του στρατού του, το οποίο και διατήρησε, πρόσθεσε και την κατάκτηση πόλεων που φάνταζαν απόρθητες στα μάτια των συγχρόνων του. Επιπλέον στην περίπτωση της Τύρου κατόρθωσε να εξουδετερώσει μια παραδοσιακή ναυτική δύναμη που ήταν μάλιστα σύμμαχος του Πέρση αυτοκράτορα. Έτσι, αν είχε παρακαμφθεί, θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση και τον πυρήνα της ανασυγκρότησης του περσικού ναυτικού προς συνέχεια των επιχειρήσεων τόσο στο Αιγαίο όσο και στις νέες κτήσεις του Αλεξάνδρου στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Στην περίπτωση της Γάζας απέτρεψε την δημιουργία μιας εστίας παρενόχλησης, καθώς ο Βάτης ήταν υποτελής στην Περσική αυτοκρατορία. Κάτι που σημαίνει πως θα εξακολουθούσε να προβάλει αντίσταση όταν ο Αλέξανδρος θα απουσίαζε στην Αφρική πιστεύοντας ότι θα μπορούσε να τον καθυστερήσει μέχρις ότου η νέα στρατιά που συγκέντρωνε ο Δαρείος Γ’ στη Βαβυλώνα ήταν έτοιμη να δράσει. Αυτό θα είχε δυσμενείς συνέπειες για τον ανεφοδιασμό του μακεδονικού στρατού στην Αίγυπτο, τον επόμενο προορισμό της εκστρατείας. Ωστόσο, χωρίς αυτά τα δύο εμπόδια και με όλες τις υπόλοιπες πόλεις της Συροπαλαιστίνης υποταγμένες οικειοθελώς ο δρόμος για την χώρα των Φαραώ ήταν πλέον διάπλατα ανοιχτός.
Η συγγραφή του άρθρου αποτελεί από κοινού προσπάθεια των αρθρογράφων μας Παρασκευής Μαυρούδη (Πυξίδα Μνήμης) και Σταμάτη Σιρινιάν.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Μονογραφίες
Σ. Ι. Καργάκος, Μέγας Αλέξανδρος, ο Άνθρωπος Φαινόμενο, τόμ. ΙΙ, Αθήνα (Περί Τεχνών), 2014 [1η: 1990]
Θ. Σαρικάκης, Αρριανός: Αλεξάνδρου Ανάβασις, τόμ. Ι, Αθήνα (Ακαδημία Αθηνών), 1998 [1η: 1986]
Α. Ι. Γιαγκόπουλος& Ζ. Ε. Μαλαθούνη, Πλούταρχος, Ἀλέξανδρος, Θεσσαλονίκη (ΚΕΓ), 2012
Σ. Ζαφειροπούλου, Ακολουθώντας τα βήματα του Μεγαλέξανδρου, Πολιτιστικό Ίδρυμα Τραπέζης Κύπρου (Μίλητος), 2003
Εκπαιδευτική Εγκυκλοπαίδεια, Ελληνική Ιστορία, τόμ. 22, χ.τ (Αθηνών), 1999
Μεταφρασμένες εκδόσεις
F. Lefevre, Histoire du monde grec antique, Paris (Librairie Générale Française), 2007 (ελλ. έκδοση: ΙστορίατουΑρχαίουΕλληνικούΚόσμου, μτφρ. Α. Κεφαλά & Μ. Καρδαμίτσα, Αθήνα (Καρδαμίτσα), 2016)
Διαδικτυακός τόπος
Ο Μέγας Αλέξανδρος καταλαμβάνει την Γάζα (332 π.Χ.), άρθρο στην διαδικτυακή ιστοσελίδα της COGNOSCO TEAM, https://cognoscoteam.gr/%CE%BF-%CE%BC%CE%AD%CE%B3%CE%B1%CF%82-%CE%B1%CE%BB%CE%AD%CE%BE%CE%B1%CE%BD%CE%B4%CF%81%CE%BF%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%B1%CE%BB%CE%B1%CE%BC%CE%B2%CE%AC%CE%BD%CE%B5%CE%B9-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B3/
[1] Σε όλη τη διάρκεια των ιστορικών χρόνων μέχρι και την ελληνιστική εποχή η Κύπρος ήταν χωρισμένη σε πόλεις κράτη, η καθεμία με τον δικό της βασιλιά και εδαφική κυριαρχία.
[2] Σ. Ι. Καργάκος, Μέγας Αλέξανδρος, ο Άνθρωπος Φαινόμενο, τόμ. ΙΙ, Αθήνα (Περί Τεχνών), 2014 [1η: 1990], σ. 38.
[3] Ναός κτισμένος προς τιμήν του ομώνυμου μυθικού βασιλιά της Τύρου.
[4]Στο ίδιο , σ.39
[5] Λίγες ημέρες πριν ενώ ο Αλέξανδρος τελούσε θυσία, ένα πουλί άφησε μια πέτρα που κρατούσε, η οποία έπεσε πάνω του. Ο Αρίστανδρος είπε στον βασιλιά ότι θα καταλάμβανε την πόλη αφού πρώτα τραυματιζόταν σοβαρά.
[6] Πρόκειται για τον εταίρο Νεοπτόλεμο από το γένος των Αιακιδών, τον βασιλικό οίκο της Ηπείρου.