
Ποια πορεία ακολούθησε ο Αλέξανδρος μετά τον Γρανικό;
Μετά τη νικηφόρα έκβαση στον Γρανικό ποταμό εδραιώθηκε η θέση του Μεγάλου Αλεξάνδρου στη Μικρά Ασία και εξασφαλίστηκαν οι υλικές προϋποθέσεις για την περαιτέρω διεξαγωγή του πολέμου. Ταυτοχρόνως υπήρξε και ηθικό κέρδος, καθώς οι Μακεδόνες απέκτησαν θάρρος, αυτοπεποίθηση και βεβαιότητα ότι μπορούν να νικούν τους Πέρσες ακόμη και στα εδάφη τους. Κυρίως όμως απέκτησαν πίστη στην πολεμική ιδιοφυία του ηγέτη τους. Στην ουσία η νίκη του Γρανικού είχε ως αποτέλεσμα να υποταχτούν χωρίς αντίσταση οι κοντινές πόλεις της δυτικής Μικράς Ασίας και να ανοίξει ο δρόμος για μια σειρά από καινούριους θριάμβους.
Ο Αλέξανδρος, αφού ανακήρυξε την Τροία ελεύθερη πόλη, συνέχισε την πορεία του προς τις Σάρδεις, την πρωτεύουσα της Λυδίας, την κάποτε πόλη του Κροίσου. Οι κάτοικοι της Λυδίας θα κυβερνιούνταν με δικούς τους νόμους και θα ήταν ελεύθεροι. Παρά το γεγονός ότι οι κάτοικοι ήταν ηττημένοι και επιπλέον είχαν συμμαχήσει με τους Πέρσες, ο Αλέξανδρος θεωρούσε ότι δε θα μπορούσε να κυβερνήσει έχοντας την καταπίεση και τη σκλαβιά ως βασικά όπλα.
Στην συνέχεια ο Αλέξανδρος με τα στρατεύματα του προχώρησε προς την Έφεσο απελευθερώνοντας ακόμη μια ελληνική πόλη της περιοχής. Οι ελληνικές πόλεις, οι οποίες ήταν πλέον υπό τις διαταγές του Αλεξάνδρου, είχαν ιδιαίτερη θέση στο βασίλειο της Ασίας, πληρώνοντας ένα τέλος για τον πόλεμο, τη σύνταξη. Μετά ήλθε η σειρά των Τράλλεων[1] και της Μαγνησίας, τις οποίες κατέλαβε αμαχητί ο Παρμενίων (ύστερα από πρόσκληση) , διότι ο ίδιος τελούσε θυσίες στην Άρτεμη στην Έφεσο. Ταυτόχρονα προετοιμαζόταν να καταλάβει τη Μίλητο.
Παράλληλα ο Μέμνων, ως εμπειροπόλεμος Ρόδιος, ανασυντάσσει σε χρόνο ρεκόρ τα υπολείμματα του περσικού στρατού και αναλαμβάνει την ηγεσία του περσικού στόλου, που είχε αριθμητική υπεροχή έναντι του ελληνικού. Ο στόλος των Ελλήνων με ναύαρχο τον Νικάνωρα με 160 πλοία κατέλαβε το νησάκι Λάδη και εμπόδισε με πλοία την είσοδο περσικών δυνάμεων (συνολικής δύναμης 400 τριήρων) στη Μίλητο. Ετοιμάστηκαν οι πολιορκητικές μηχανές και η πόλη κυκλώθηκε από στεριά και θάλασσα, οπότε δημιουργήθηκαν τα πρώτα ρήγματα στα τείχη. Ο σιδερένιος κλοιός των μακεδονικών φαλάγγων έζωνε την πόλη και οι Μιλήσιοι και οι μισθοφόροι τους προσπάθησαν να σωθούν με κάθε τρόπο. Η Μίλητος έπεσε κι αυτή υπό το βάρος της πολιορκίας. Ο Αλέξανδρος μπαίνει θριαμβευτικά στην πόλη, συγχωρώντας τους κατοίκους που κάτω από την πίεση της περσικής φρουράς βοήθησαν τον εχθρό.[2] Μάλιστα 300 Έλληνες μισθοφόροι εντάχθηκαν στον στρατό του.
Και τώρα ο Αλέξανδρος εξορμεί για την Αλικαρνασσό, την πρωτεύουσα της Καρίας και πατρίδα του Ηροδότου. Στο δυνατό κάστρο της πόλης και στα πανύψηλα τείχη ήταν οχυρωμένος ο Μέμνων. Αυτός ως αρχηγός του περσικού στόλου της νότιας Μικράς Ασίας είχε οργανώσει αμυντικά την Αλικαρνασσό και ήταν αποφασισμένος να πολεμήσει μέχρι θανάτου. Το φθινόπωρο του 334 ο Αλέξανδρος πολιορκεί την Αλικαρνασσό. Η άμυνα της πόλης είναι δυνατή και οι αμυνόμενοι κάνουν τη μια έξοδο πάνω στην άλλη σπέρνοντας την καταστροφή με τα φλογισμένα βέλη τους από τα τείχη στο μακεδονικό στρατόπεδο. Οι άνδρες του Περδίκκα όρμησαν μπροστά και άρχισε μάχη κοντά στο τείχος. Οι Αλικαρνασσείς έχουν εισέλθει στα τείχη τους και τον λόγο παίρνουν οι πολιορκητικές μηχανές. Στην έφοδο έλαβε μέρος και ο Αλέξανδρος. Οι συγκρούσεις ήταν πολλές και πολυαίμακτες, όπως μας τις περιγράφει ο Αρριανός.[3]
Οι εβδομάδες περνούν και η πόλη δε λέει να πέσει… Οι Μακεδόνες προσπαθούν να κάνουν πέρασμα πάνω από την τάφρο που περιζώνει το κάστρο. Η επιχείρηση όμως είναι δύσκολη, γιατί οι εχθροί χτυπούν αδιάκοπα από τους προμαχώνες με τα τόξα τους και η τάφρος είναι μεγάλη. Κατά τη γενική αυτή εξόρμηση τόσο αναμίχθηκαν οι πολιορκούντες με τους πολιορκημένους, ώστε υπήρξε στιγμή που, εάν οι Μακεδόνες επιχειρούσαν έφοδο, θα διέρχονταν τα τείχη και θα εισέρχονταν στην πόλη. Είχε επέλθει όμως νύχτα και ο Αλέξανδρος διέταξε τα στρατεύματα του να αποσυρθούν μέχρι το πρωί.
Δεν πέρασε πολύ ώρα και μια μεγάλη πυρκαγιά φάνηκε στην πόλη. Τι είχε συμβεί; Κατά τη νύχτα, βλέποντας ο Μέμνων και ο συνδιοικητής του Οθοντοπάτης ότι η άλωση της πόλεως ήταν αναπόφευκτη, πυρπόλησαν τα ξύλινα οχυρώματα, σκοπεύοντας να κάψουν ολόκληρη την πόλη. Διαβλέποντας ο Αλέξανδρος ότι επρόκειτο περί γενικού εμπρησμού (αν και ήταν μεσάνυχτα) στέλνει μεγάλο απόσπασμα στρατού να κατασβήσει τις πυρκαγιές, να καταλάβουν την πόλη και να φονεύσουν όλους όσους εύρισκαν ότι ήταν υπεύθυνοι για τον εμπρησμό της πόλης. Με αυστηρή όμως εντολή να μην θίξουν κανέναν από τους πολίτες που παρέμεναν στις οικίες τους. Σε λίγο η Αλικαρνασσός πέφτει στα χέρια του Αλέξανδρου. Μονάχα δύο ακρινοί πύργοι εξακολούθησαν να αντιστέκονται.
Ο Αλέξανδρος άφησε τον στρατηγό Πτολεμαίο με 300 άνδρες και 200 ιππείς, για να συνεχίσουν την πολιορκία των φρουρίων και αυτός ξεκίνησε για την κατάκτηση της Λυκίας, όπου δεν συνάντησε αξιόλογη αντίσταση, και της Παμφυλίας. Πριν από αυτά, ανέθεσε τη διεύθυνση της σατραπείας της Καρίας σε μια γυναίκα, την Άδα, αδελφή του Μαυσώλου. Μάλιστα έστειλε και τους νιόπαντρους στρατιώτες του να ξεχειμωνιάσουν στη Μακεδονία δίπλα στις γυναίκες τους. Η πράξη αυτή τον έκανε ακόμη πιο δημοφιλή. Ο Παρμενίων πήρε άλλη κατεύθυνση: κινήθηκε, με σκοπό να κυριέψει τις Τράλλεις. Στη συνέχεια θα βάδιζε εναντίον της Φρυγίας και κάπου εκεί θα συναντιόταν με τον βασιλιά του…
Ο Αλέξανδρος προχώρησε προς την Παμφυλία και στρατοπέδευσε στην ελληνική πόλη Πέργη, την οποία έκανε βάση του. Στην Άσπενδο αποκαλύφθηκε συνωμοσία για τη δολοφονία του Αλεξάνδρου, η οποία σχεδιαζόταν από τον βασιλιά των Περσών, τον Δαρείο. Η συνωμοσία αποκαλύφθηκε και ο Αλέξανδρος σώθηκε. Τη δυσάρεστη αυτή ατμόσφαιρα διέλυσε αισθητά μια ανακουφιστική είδηση: ο ακαταπόνητος Μέμνων πέθανε υπό μυστηριώδεις συνθήκες, ενώ πολιορκούσε την πόλη της Μυτιλήνης. Ο Αλέξανδρος προχώρησε στην Πισιδία. Η Φρυγία είχε ήδη ηττηθεί από τον στρατηγό του Αλέξανδρου, τον Παρμενίωνα, και ο Αντίγονος ο Μονόφθαλμος ορίστηκε από τον Αλέξανδρο Σατράπης της Φρυγίας.
Πλησίαζε η άνοιξη του 333. Ο Αλέξανδρος ανέκοψε την πορεία του κατά μήκος της παραλίας και εισέδυσε στην καρδιά της Μικράς Ασίας, για να επισκεφθεί το Γόρδιον, πρωτεύουσα της Φρυγίας. Στην ακρόπολη αυτής της πόλης σωζόταν, από πολλούς αιώνες, μια άμαξα, που σύμφωνα με την παράδοση ήταν του Γόρδιου Α’ και του γιου του Μίδα, των πρώτων δηλαδή ηγεμόνων της Φρυγίας. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο η θρυλική άμαξα ήταν δεμένη με φλοιό κρανιάς και εκείνος που θα έλυνε το δεσμό, που έδενε τον ζυγό με τον άξονα της άμαξας, θα γινόταν και ο κύριος της Ασίας.[4] Ο δεσμός ήταν άλυτος μέχρι τότε, διότι οι άκρες των φλοιών ήταν γερά μπηγμένες και περιπλεγμένες γύρω από ένα άρμα, με αποτέλεσμα να μη φαίνεται ούτε η αρχή ούτε το τέλος του σκοινιού. Ο Αλέξανδρος, γνωρίζοντας πόσο βαθιά ήταν ριζωμένες οι προλήψεις στην πίστη των ασιατικών λαών, έκοψε με το σπαθί του τον κόμπο και τότε φάνηκαν πολλές άκρες. Το ξίφος με το οποίο ο Αλέξανδρος έκοψε το δεσμό υποδήλωνε τον τρόπο με τον οποίο θα κατακτούσε την Ασία.
Πηγή: Γ. Π. Γκίκας, ΖΕΙ ΚΑΙ ΒΑΣΙΛΕΥΕΙ, (εικον.: Σ. Λαζάρου), Αθήνα (Ερμής), 1971
Όσο κι αν η επίσκεψη στο Γόρδιο επιβράδυνε την πορεία και έδωσε στους Πέρσες άνεση για προετοιμασία, ο Αλέξανδρος δεν αγνοούσε έναν από τους χρυσούς κανόνες της Υψηλής Στρατηγικής: ένας πόλεμος δεν κερδίζεται μόνο στα πεδία των μαχών αλλά και στις ψυχές των λαών.[5]
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Μονογραφίες
Σ. Ι. Καργάκος, Μέγας Αλέξανδρος, ο Άνθρωπος Φαινόμενο,τόμ. Ι, Αθήνα (Περί Τεχνών), 2014 [1η: 1990]
Μεταφρασμένες εκδόσεις
F. Lefevre, Histoire du monde grec antique, Paris (Librairie Générale Française), 2007 (ελλ.έκδοση: Ιστορία του Αρχαίου Ελληνικού Κόσμου, μτφρ. Α. Κεφαλά & Μ. Καρδαμίτσα, Αθήνα (Ινστιτούτο του Βιβλίου – Καρδαμίτσα), 2016)
W. Walbank, The Hellenistic world, Cambridge (HUP), 1981 (ελλ. έκδοση: Ο Ελληνιστικός κόσμος, μτφρ. Τ. Δαρβέρης, Θεσσαλονίκη (Βάνιας), 1999)
[1] Τράλλεις: αρχαία πόλη της Λυδίας, κτισμένη στην εύφορη κοιλάδα του Μαιάνδρου. Το 1310 μετονομάστηκε σε Αιδίνη από το όνομα κάποιου τοπικού εμίρη.
[2] ἀφῆκεν (= τους συγχώρεσε) καὶ ἐλευθέρους εἶναι ἔδωκεν (Αρρ. Ανάβ. 1.19.6).
[3] Αλεξ. Ανάβ. 1.20-22.
[4] Πλουτ. Αλέξ. 18.2-3.
[5] βλ. Σ. Ι. Καργάκος, Φίλιππος και Αλέξανδρος, Αθήνα (Gutenbεrg), 1993, σσ. 87-88.