
Η Μεταφορά της Ρωμαϊκής Πρωτεύουσας
Η αρχαία πόλη του Βυζαντίου χτίστηκε από Μεγαρείς ναυτικούς, το 657 π.Χ.. Για χίλια χρόνια δε γνώρισε ιδιαίτερη άνθιση. Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου ο έλεγχος της θεωρήθηκε καθοριστικής σημασίας, λόγω επικοινωνίας με τη Μαύρη θάλασσα απ’ όπου οι Αθηναίοι, έπαιρναν σιτάρι.
Οι περίοδοι χωρισμού[1] (χρονολογικά) του Βυζαντίου, κατά μία εκδοχή είναι οι εξής :
- Πρωτο-Βυζαντινή (324-610)
- Μεσο-Βυζαντινή (610-1081)
- Υστερο-Βυζαντινή (1081-1453)
Έχει σημασία να εξετάσουμε τι προηγήθηκε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία τον 3ο αιώνα μ.Χ.
Η κρίση του 3ου αι. μ.Χ. στη Ρώμη
(235-284)
- Αδιάκοποι εμφύλιοι πόλεμοι
- Ραγδαία εναλλαγή αυτοκρατόρων στον θρόνο
- Εξωτερικές απειλές (Γότθοι – Πέρσες)
- Πολιτιστική – θρησκευτική κρίση
Ο Διοκλητιανός κυβέρνησε από το 284 έως το 305. Το 293 αποφασίζει ότι, για να κυβερνηθεί καλύτερα αυτή η αυτοκρατορία, χρειάζονται δύο αυτοκράτορες. Έτσι με έδρα του τη Νικομήδεια κυβερνά στην Ανατολή ενώ ο Μαξιμιανός στο Μιλάνο, στη Δύση.
Εισάγει επίσης και τους «Καίσαρες»[2], προκειμένου να εξασφαλίζεται ειρηνική διαδοχή και να υπάρχει στήριξη στον αυτοκράτορα. Η αυτοκρατορία διαιρέθηκε σε τέσσερις μεγάλες επαρχίες: Γαλατία, Ιταλία, Ιλλυρικόν και την Ανατολή. Ο Διοκλητιανός είχε καίσαρα τον Γαλέριο ενώ ο Μαξιμιανός τον Κωνστάντιο Χλωρό, πατέρα του Κωνσταντίνου Α’ (Μέγα).
Ο Διοκλητιανός χωρίζει την στρατιωτική από την πολιτική εξουσία, για να ελέγχει τους μη νομοταγείς στρατηγούς. Δημιουργεί και έναν μετακινούμενο στρατό, για να καταστείλει τυχόν εξεγέρσεις. Ακόμα για την κοινωνική σταθερότητα έβγαλε νόμο για κατ’ υποχρέωση του γιου να ακολουθεί το επάγγελμα του πατέρα του. Αυτό οδηγεί σε επάνδρωση του στρατού από μέλη της μεσαίας τάξης και όχι της συγκλητικής αριστοκρατίας, επικίνδυνης λόγω του πλούτου και των ολιγαρχικών φρονημάτων. Έτσι καθιερώθηκε ταξικό σύστημα.
Ο Διοκλητιανός επιχείρησε αποτυχημένα να σταθεροποιήσει το νόμισμα. Προκειμένου λοιπόν να αντιμετωπίσει αυτήν την κατάσταση, εξέδωσε διάταγμα το 301 στο οποίο όριζε την τιμή κάθε εμπορεύματος.
Η αλλαγή με τις πιο μακροπρόθεσμες επιπτώσεις ήταν η ενίσχυση του αυτοκρατορικού μεγαλείου, δηλαδή η αντίληψη που έδινε στον αυτοκράτορα θεϊκή υπόσταση. Η Ρώμη ποτέ δε θεοποιούσε τους ανώτερους άρχοντές της. Ο αυτοκράτορας ήταν απλώς ο πρώτος πολίτης. Η σύγκλητος[3] όμως θεοποιεί μετά θάνατον ήδη από τον 1ο αιώνα μ.Χ., κάτι που δεν ενοχλεί τον ρωμαϊκό λαό. Ο Διοκλητιανός κατάλαβε ότι αν ο αυτοκράτορας (εν ζωή) αντιμετωπιζόταν σαν ημίθεος, η ζωή του θα κινδύνευε λιγότερο. Οι Σασσανίδες μάλιστα, η νέα δυναστεία της Περσίας περιβάλλονταν από αυξημένο κύρος και μεγαλοπρέπεια. Έτσι ο Διοκλητιανός υιοθέτησε αρκετά από αυτά τα στοιχεία. Πλέον ο αυτοκράτορας δεν κυκλοφορούσε αψήφιστα μεταξύ του λαού αλλά αποτραβηγμένος στο ανάκτορό του. Ακόμη, όσοι ζητούσαν ακρόαση, έπρεπε να γονατίσουν και να τον προσκυνήσουν.
Μια τέτοια πράξη ήταν αδιανόητη για τους Χριστιανούς. Ο αυτοκράτορας κατάλαβε ότι δε μπορούσε να αφήσει την ισχυρότερη θρησκευτική ομάδα της επικρατείας του να αψηφά τη μεγαλοπρέπεια του αξιώματός του. Το επακόλουθο ήταν ένας νέος μεγάλος διωγμός κατά των Χριστιανών που όμως και πάλι δεν καρποφόρησε. Μόνο ο Κωνσταντίνος θα κατάφερνε αργότερα να συμβιβάσει «τον Καίσαρα με τον Θεό»[4]. Το 305 ο Διοκλητιανός συμπληρώνοντας 20 χρόνια στην εξουσία και τηρώντας τον δικό του νόμο περί χρονικού ορίου 20 χρόνων παραιτείται μαζί με τον ομόλογό του Μαξιμιανό.
Σύντομα ο ρόλος του καίσαρα χάθηκε καθώς ήταν εξαιρετικά σημαντικός αλλά όχι τόσο όσο θα ήθελαν κάποιοι που στόχευαν στην κατάλυση της εξουσίας. Το 311 υπήρχαν τέσσερις αυτοκράτορες και κανένας καίσαρας: Λικίνιος και Μαξιμίνος στην Ανατολή και Μαξέντιος και Κωνσταντίνος στη Δύση. Ο εμφύλιος φαίνονταν αναπόφευκτος.
Ο Κωνσταντίνος νίκησε το 312 στη Μουλβία Γέφυρα τον Μαξέντιο. Τον επόμενο χρόνο (313) συνεργάστηκε με τον Λικίνιο στην Ανατολή και μαζί συνέτριψαν τον Μαξιμίνο. Το 314 συγκρούστηκαν μεταξύ τους, αλλά δεν αναδείχθηκε σαφής νικητής μέχρι το 324 στη Χρυσούπολη, όπου ο Κωνσταντίνος τον συνέτριψε και έμεινε μοναδικός αυτοκράτορας.
Σόλιδος του Κωνσταντίνου Α’. Στον οπισθότυπο ο ίδιος έφιππος κρατώντας ακόντιοκαι σηκώνοντας το δεξί χέρι σε χαιρετισμό ειρήνης.
Ο Κωνσταντίνος παρά την πτώση της Τετραρχίας διατήρησε το διοικητικό σύστημα. Κατάφερε να σταθεροποιήσει το νόμισμα εισάγοντας ως βάση το solidus (σόλιδο) που ήταν ένα κομμάτι χρυσού με τη σφραγίδα του, σε σχέση με το οποίο αξιολογούσαν τα νομίσματα που κυκλοφορούσαν. Το σόλιδο διατήρησε την αξία του για 8 αιώνες. Επίσης ο Κωνσταντίνος συνέχισε επιτυχημένα και τις προσπάθειες για εξύψωση και θεοποίηση του αυτοκρατορικού αξιώματος.
Μετά τη νίκη στη Μουλβία Γέφυρα ο Κωνσταντίνος και οι στρατιώτες είδαν ένα όραμα. Στον ουρανό εμφανίστηκε ένας σταυρός με την επιγραφή ἐν τούτῳ νίκα ενώ την ίδια νύκτα εμφανίστηκε ο Χριστός στο όνειρο του Κωνσταντίνου. Από τότε υιοθέτησε ως έμβλημά του τον σταυρό με την θηλιά σαν δακτύλιο στην κορυφή και με λάβαρο αυτό το νέο σύμβολο οδήγησε τον στρατό στη νίκη. Οι Χριστιανοί εκείνη την εποχή ήταν το ένα πέμπτο της αυτοκρατορίας – ισχυρή θρησκευτική ομάδα και ιδιαίτερα συμπαγής – και πολύ πιο έμπιστοι από του μιθραϊστές[5]. Επιπλέον αυτό το σύμβολο, ο σταυρός, ήταν οικείος και σε αυτούς.
Όποιες και αν ήταν οι προσωπικές πεποιθήσεις του Κωνσταντίνου εξελίχθηκε σε προστάτη των Χριστιανών. Επίσης μαζί με τον Λικίνιο το 313 εξέδωσαν το «Έκδικτο[6] του Μεδιολάνου»[7] με το οποίο η χριστιανική κοινότητα αποκτούσε πρώτη φορά νόμιμη υπόσταση. Ακολουθεί το 325 Οικουμενική Σύνοδος με αφορμή την αίρεση του Αρείου υπό του Κωνσταντίνου. Έτσι μπαίνει τέλος στη διαμάχη Εκκλησίας και Κράτους. Λίγο αργότερα η εύρεση του Τιμίου Σταυρού από τη μητέρα του, Ελένη, ισχυροποίησε και θέσπισε ουσιαστικά χριστιανική την αυτοκρατορία.
Για να ολοκληρωθεί λοιπόν η ριζική μεταρρύθμιση, έλειπε κάτι ακόμα: το χτίσιμο μιας νέας πρωτεύουσας, μιας Νέας Ρώμης. Η γεωγραφική θέση ήταν μεγαλοφυής ιδέα καθώς σε αυτό το σημείο γινόταν ομαλή ανάμειξη της αναμορφωμένης αυτοκρατορίας: Ρώμη, Ελλάδα και χριστιανική Ανατολή. Ο Κωνσταντίνος ήθελε να δώσει έμφαση στο ελληνικό στοιχείο – έχτισε βιβλιοθήκες και τις εφοδίασε με έργα της ελληνικής γραμματείας, ενώ γέμισε και τους δρόμους με καλλιτεχνικούς θησαυρούς. Για περισσότερο από δύο αιώνες τα λατινικά ήταν η γλώσσα της Αυλής και των μορφωμένων στα Βαλκάνια.
Η ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είναι «η ιστορία της διείσδυσης ανατολικών ιδεών σε ένα corpus ελληνορωμαϊκών παραδόσεων, καθώς και η ιστορία των αντιδράσεων που θα προκαλούσε κατά καιρούς αυτή η διείσδυση»[8]. Στις 11 Μαΐου του 330 ο Κωνσταντίνος Α’ (Μέγας) στην τελετή εγκαινίων αφιέρωσε την πόλη με όνομα Νέα Ρώμη/Κωνσταντινούπολη στην Αγία Τριάδα και την Παναγία.
Βιβλιογραφία
Μονογραφίες
Κ. Β. Καραστάθης, Μέγας Κωνσταντίνος: κατηγορίες και αλήθεια, Αθήνα (Άθως), 20123 [1η: 2007]
Μεταφρασμένες εκδόσεις
D. Nicholas, The Evolution of the Medieval World: Society, Government and Thought in Europe 312-1500, London (Longman Group UK Ltd), 1992 (ελλ. έκδοση: Η Εξέλιξη του Μεσαιωνικού Κόσμου: Κοινωνία, Διακυβέρνηση και Σκέψη στην Ευρώπη 312-1500, μτφρ. Μ. Τζιαντζή, Αθήνα (Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης), 2016 [1η: 1999])
S. Runciman, Byzantine Civilization, New York (Barnes & Noble), 1994 [1η: 1933] (ελλ. έκδοση: Βυζαντινός Πολιτισμός, μτφρ. Α. Παππάς, Αθήνα (Μεταίχμιο), 2017
Λεξικά
Ε. Ελευθερουδάκης, Επίτομον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν, τόμ. Ι: Α-Ι & ΙΙ: Κ-Ω, Αθήνα, (Ν. Νίκας & ΣΙΑ Ε.Ε.), 19722
[1] βλ. S. Runciman, Byzantine Civilization, New York (Barnes & Noble), 1994 [1η: 1933] (ελλ. έκδοση: Βυζαντινός Πολιτισμός, μτφρ. Α. Παππάς, Αθήνα (Μεταίχμιο), 2017, σελ.37. Σύμφωνα με τον Runciman μπορούμε να θεωρήσουμε αρχή το 330, καθώς στις 11 Μαΐου έγιναν επισήμως τα εγκαίνια της Πόλης από τον Κωνσταντίνο Α’ (Μέγα).
[2] Το όνομα προήλθε από το επώνυμο του Ιουλίου Καίσαρα. Η λατινική λέξη Caesar σημαίνει «τριχωτός». Ο τίτλος αυτός δίνονταν στους βασιλείς και στους γιους των βυζαντινών αυτοκρατόρων.
[3] Ελληνική απόδοση του λατινικού senatus, όταν πρόκειται για τη ρωμαϊκή γερουσία. Στα βασιλικά χρόνια ήταν το συμβούλιο των βασιλέων που αποτελούνταν από τους γεροντότερους από τις οικογένειες των πατρικίων. Μετά την κατάργηση της βασιλείας στους πατρικίους συγκλητικούς προστέθηκαν ύπατοι και πληβείοι. Σήμερα σύγκλητος ονομάζεται το ανώτατο διοικητικό σώμα των πανεπιστημίων που αποτελείται από καθηγητές.
[4] Βλ. Runciman, ο.π., σελ.30.
[5] Μίθρας: Θεός των αρχαίων Περσών, προσωποποίηση του Ήλιου. Αντιπροσωπεύει τη δύναμη του καλού στον αγώνα εναντίον του κακού και υπόσχεται στους πιστούς του αιώνια ευδαιμονία στη μετά θάνατο ζωή σε ανταμοιβή για ό,τι έπαθαν στην επίγεια ζωή. Ο Μιθραϊσμός (που μοιάζει σε πολλά με τον Χριστιανισμό, όπως στο βάπτισμα και τη θεία κοινωνία) μπήκε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και διαδόθηκε κυρίως ανάμεσα στους στρατιώτες και κατά το 250 μ.Χ. συναγωνιζόταν τον Χριστιανισμό σε δύναμη. Το 1954 ανακαλύφθηκαν στο Λονδίνο τα ερείπια ρωμαϊκού ναού αφιερωμένου στο Μίθρα.
[6] «Έδικτα» έλεγαν οι Ρωμαίοι τις διακηρύξεις των αρχόντων που καρφώνονταν πάνω σε άσπρους πίνακες και περιείχαν σκέψεις και αποφάσεις τους πάνω σε θέματα της αρμοδιότητάς τους. Κατά τον Μεσαίωνα έγινε πολλές φορές η χρήση του όρου για χαρακτηρισμό νόμων.
[7] Η συμφωνία στα Μεδιόλανα της Ιταλίας δεν είχε τη μορφή νόμου καθώς απλά επιβεβαίωσε την ανεξιθρησκεία στη Ρώμη που είχε διακοπεί από τους διωγμούς.
[8] Βλ. Runciman, ο.π., 37